Στο αβίαστο αυτό συμπέρασμα καταλήγει όποιος παρακολουθεί χωρίς κομματικές παρωπίδες τις εξελίξεις στην Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο. Σε κάθε περίπτωση ο ουδέτερος παρατηρητής είναι αδύνατον να μην εντυπωσιαστεί από την επιτυχία του ψηφιακού προγραμματισμού των εμβολιασμών, που μεταφέρει το μήνυμα για το τέλος της πανδημίας σε εκατομμύρια νοικοκυριά της Ελλάδας.
Ουσιαστικά η πλατφόρμα emvolio.gov.gr καταρρίπτει εμπράκτως και καθημερινά την γκρίνια για το κυβερνητικό έργο, σηματοδοτώντας ταυτόχρονα το πέρασμα της Ελλάδας στην ψηφιακή εποχή. Πίσω από την επιτυχία αυτή ουσιαστικά καλύπτονται οι αδυναμίες και οι αποτυχίες της κυβέρνησης σε άλλους τομείς (υποδομές, αγροτική ανάπτυξη, περιβάλλον κ.λπ.). Ετσι κι αλλιώς η κυβέρνηση δεν έχει αναγκαστεί μέχρι τώρα να πάρει πολύ δυσάρεστα μέτρα (όπως η περικοπή συντάξεων και μισθών) και γι’ αυτό η πολιτική της φθορά παραμένει χαμηλή. Αν στο κάδρο προστεθούν η διανομή επιδομάτων και οι χιλιάδες προσλήψεις, γίνεται κατανοητή τόσο η υψηλή δημοφιλία της κυβέρνησης όσο και η αδυναμία της αντιπολίτευσης να αυξήσει τα δικά της δημοσκοπικά ποσοστά.
Εννοείται ότι η δημοφιλία της κυβέρνησης θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη αν είχαν αποφευχθεί τα... αυτογκόλ – και κυρίως αν και τα υπόλοιπα υπουργεία είχαν ακολουθήσει τους ρυθμούς του υπουργείου Επικρατείας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Στην πολιτική όμως, όπως και στην υπόλοιπη ζωή, η πραγματικότητα τις περισσότερες φορές δεν έχει καμία σχέση με την τελειότητα, και γι’ αυτό ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θα αποφασίσει για το χρόνο διεξαγωγής των εκλογών βασιζόμενος στην επιτυχία του εμβολιαστικού προγράμματος, πριν γίνουν ορατές οι μεγάλες αδυναμίες των υπόλοιπων υπουργείων. Έτσι κι αλλιώς από την πορεία των εμβολιασμών θα κριθεί το αν η κυβέρνηση θα επιχειρήσει εντός του επόμενου εξαμήνου να πιστωθεί εκλογικά μια επιτυχημένη επανεκκίνηση του τουρισμού ή αν θα εξαντλήσει την τετραετία, εκτιμώντας ότι η αξιωματική αντιπολίτευση βρίσκεται σε πορεία διαρκούς και παρατεταμένης καθόδου.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι, ενώ στη διεθνή πολιτική σκηνή πορεία διαρκούς και παρατεταμένης καθόδου καταγράφει η Αριστερά και η Σοσιαλδημοκρατία, στην Ελλάδα τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης εξακολουθούν να μάχονται για την ηγεμονία στην... ακροαριστερή πτέρυγα του Κοινοβουλίου. Ουσιαστικά η αντιπολίτευση αναπαράγει τον αντίλαλο του πρώιμου ΠΑΣΟΚ, που χρησιμοποιούσε ακροαριστερή φρασεολογία για να συσπειρώσει τους αριστερούς ψηφοφόρους. Σε αντίθεση όμως με τα υψηλόβαθμα κομματικά στελέχη της σημερινής ηγεσίας της Αριστεράς, η τότε ηγεσία του ΠΑΣΟΚ γνώριζε αφενός ότι τα συνθήματα εξυπηρετούν μόνο τις επικοινωνιακές ανάγκες ενός κόμματος και αφετέρου ότι ο πολίτης ψηφίζει κοιτώντας την τσέπη του. Πιθανότατα όλα αυτά τα γνωρίζει και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, αλλά δεν του είναι εύκολο να εγκαταλείψει από τη μια μέρα στην άλλη την "πλατφόρμα" του πρώιμου ΠΑΣΟΚ που τον οδήγησε στο Μαξίμου, και να γίνει ο "Ελληνας Μακρόν" που θα υποσχεθεί περισσότερες και γρηγορότερες μεταρρυθμίσεις από τη Δεξιά. Γι’ αυτό εγκλωβίζεται σε αδιέξοδες πολιτικές (υπεράσπιση αιτήματος Κουφοντίνα, πορείες διαμαρτυρίας εν μέσω πανδημίας κ.λπ.) που οδηγούν τη μεσαία τάξη στη Νέα Δημοκρατία.
Σε κάθε περίπτωση είναι ορατή πλέον και στην Ελλάδα, με χρονοκαθυστέρηση σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, η αδυναμία της δημοκρατικής Αριστεράς να εκφράσει μια ρεαλιστική πρόταση για τη μεταβιομηχανική οικονομία. Η μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατική συνταγή του μεγάλου κράτους και της αύξησης των φόρων απωθεί τον μικρομεσαίο επιχειρηματία και επαγγελματία, πάνω στους οποίους βασίζεται η μεταβιομηχανική οικονομία. Η οικονομία των μεγάλων βιομηχανικών μονάδων και των ΔΕΚΟ μπήκε στο χρονοντούλαπο της οικονομίας, δίνοντας τη θέση της σε δεκάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών. Στον αντίποδα, η απώλεια παγκοσμίως εκατομμυρίων θέσεων εργασίας εξαιτίας της ψηφιακής τεχνολογίας οριοθετεί ουσιαστικά το νέο πεδίο των πολιτικών αντιπαραθέσεων, στο οποίο θα κυριαρχήσει όποια πλευρά καταθέσει πειστικότερες προτάσεις για την αναδιανομή του εισοδήματος.
Έτσι κι αλλιώς το πρόβλημα της παραγωγής λύθηκε οριστικά τον 20ό αιώνα, μετά την αποτυχία του κράτους να αντικαταστήσει την ιδιωτική πρωτοβουλία. Σε αυτό τον αιώνα, το κράτος καλείται να αναδιανείμει το εισόδημα – και οι πολιτικοί να καταθέσουν προτάσεις διανομής που θα υπηρετούν τις ανθρώπινες ανάγκες χωρίς να θέτουν τροχοπέδη στην ανάπτυξη.
Θανάσης Λαγός