Αντιθέτως, στην Ελλάδα, οι περισσότερες μικρές επιχειρήσεις, επειδή φοβούνται τις φοροληστρικές επιδρομές του κράτους, αντιμετωπίζουν με καχυποψία τη δημοσιοποίηση στοιχείων για υψηλά κλαδικά έσοδα. Εξαιτίας αυτού του ελλείμματος εμπιστοσύνης μεταξύ επιχειρηματικής κοινότητας και κράτους, αφενός ανθεί η «γκρίζα οικονομία» και αφετέρου οι περισσότερες μικρές επιχειρήσεις δεν έχουν πιστοληπτική ικανότητα με βάση τον τζίρο τους. Ταυτόχρονα, η αδυναμία πρόσβασης σε δάνεια και χρηματοπιστωτικές αγορές αυξάνει την εξάρτηση των μικρών επιχειρήσεων από τα πολιτικά πελατειακά δίκτυα που εξασφαλίζουν το φορολογικό ανεξέλεγκτο και τις οριζόντιες επιδοτήσεις.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο καχυποψίας, είναι αδύνατη η προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων, καθώς οι ισχυροί κάθε κλάδου δεν χάνουν τον χρόνο τους για να ανακαλύψουν ευκαιρίες πίσω από την «γκρίζα οικονομία» και τα κροκοδείλια δάκρυα των επιχειρηματιών, που έχουν μόνιμο στόχο να αρπάξουν μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα των κρατικών ενισχύσεων και επιδοτήσεων. Για αυτό είναι δύσκολο να σπάσει ο φαύλος οικονομικός κύκλος σε περιοχές, όπως η Μεσσηνία και η Πελοπόννησος, όπου οι περισσότερες επιχειρήσεις είναι πολύ μικρές.
Θεωρητικώς, για να σπάσει ο φαύλος οικονομικός κύκλος και να ξεκινήσει ένας νέος ενάρετος, απαιτείται να συναφθεί ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ κράτους και επιχειρήσεων, ώστε να αρθεί το έλλειμμα εμπιστοσύνης που κρατά δέσμια την οικονομία. Στην πράξη, και οι δύο πλευρές υπονομεύουν κάθε προσπάθεια άρσης του ελλείμματος εμπιστοσύνης, επειδή και οι πολιτικοί και οι επιχειρηματίες θεωρούν πως η άλλη πλευρά υποκρίνεται, με στόχο να βελτιώσει τη θέση της στο ευρύτερο πελατειακό δίκτυο, από το οποίο εξαρτάται η επιβίωση τόσο στην αγορά όσο και στην πολιτική σκηνή. Και τελικά, όλοι βγαίνουν χαμένοι και φτωχότεροι, επειδή κανένας δεν τολμά να συγκρουστεί με τη διαπλεκόμενη παρακμή που συνθλίβει τη μεσσηνιακή και πελοποννησιακή οικονομία.