Η ακύρωση των εκλογών, ακόμα και όταν γίνεται με τις καλύτερες προθέσεις, τελικώς θα οδηγήσει σε μεγαλύτερο κακό από αυτό που προσπαθεί να σταματήσει. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν υπάρχει παράβαση του γράμματος του νόμου, οι δικαστικές αρχές θα πρέπει να σκεφτούν πολιτικά πριν ακυρώσουν ουσιαστικά τη λαϊκή βούληση.
Φανταστείτε, για παράδειγμα, τι θα είχε συμβεί στην Ελλάδα αν οι δικαστές έκριναν ότι το δημοψήφισμα του 2015 ήταν παράνομο γιατί δεν είχε τηρηθεί το γράμμα του Συντάγματος. Σκεφτείτε επίσης τι θα συμβεί αν ακυρωθεί η εκλογή ενός δημάρχου που έχει λάβει το 60% των ψήφων, επειδή ξεπέρασε το όριο της προεκλογικής δαπάνης που ορίζει ο νόμος.
Ανεξάρτητα όμως από την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ρουμανίας, το πρόβλημα της εκλογικής διαδικασίας και της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης του εκλογικού σώματος είναι υπαρκτό και δεν αντιμετωπίζεται ούτε με δικαστικές αποφάσεις, ούτε φυσικά με έναν εκλογικό νόμο που αγνοεί τη σύγχρονη πραγματικότητα. Στην Ελλάδα, μέχρι τώρα, οι εκλογικοί κανόνες και οι αποφάσεις του εκλογικού σώματος ήταν αδιαμφισβήτητοι, με εξαίρεση την αντισυνταγματική μεταφορά αρμοδιοτήτων από τα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια στις επιτροπές κατά τη διάρκεια της προηγούμενης αυτοδιοικητικής περιόδου.
Από εκεί και πέρα, όμως, τα όρια των προεκλογικών δαπανών ξεπερνιούνται από όλους τους υποψήφιους και από όλα τα κόμματα, αφήνοντας ανοικτό το θέμα της ακύρωσης του εκλογικού αποτελέσματος από οποιονδήποτε δικαστικό λειτουργό εφαρμόσει το γράμμα του νόμου.
Μπορεί όμως να μπει ουσιαστικό όριο εκλογικών δαπανών στην εποχή των social media ή περιορισμός των εμφανίσεων ενός υποψηφίου στο TikTok ή στο YouTube; Και τι θα κάνει ο δικαστής αν διαπιστώσει πως μία ξένη υπερδύναμη πειράζει τους αλγόριθμους, με συνέπεια να προβάλλονται τα βίντεο μόνο ενός υποψηφίου; Οι απαντήσεις κάθε άλλο παρά εύκολες είναι, ειδικά σε μια εποχή που κυριαρχεί η αμφισβήτηση των παραδοσιακών κομμάτων και των μονοκομματικών κυβερνήσεων.