Επτά χρόνια μετά, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ακολουθεί την πεπατημένη του προκατόχου του Αλέξη Τσίπρα και μοιράζει επιδόματα, επειδή η πολιτική της κυβέρνησής του δημιούργησε υπερπλεόνασμα, που αγγίζει το 4,8% του ΑΕΠ. Μια κανονική χώρα, χωρίς πελατειακά δίκτυα, θα μείωνε άμεσα τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές, με στόχο να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και της οικονομίας. Στην Ελλάδα, όμως, όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις της τελευταίας εικοσαετίας είναι έτοιμες να θυσιάσουν την παραγωγική δραστηριότητα στον βωμό των επιδοτήσεων, με στόχο να επιμηκύνουν την παραμονή τους στην εξουσία.
Έτσι κι αλλιώς, στην Ελλάδα ακόμα και η φορολογική νομιμότητα είναι διαπραγματεύσιμη, επειδή η πολιτική εξουσία έχει μετατρέψει τα φυσικά και νομικά πρόσωπα σε ομήρους των ανεξέλεγκτων ελεγκτικών μηχανισμών. Του λόγου το ασφαλές επιβεβαιώνουν οι εκατοντάδες φορολογικοί νόμοι και οι χιλιάδες εγκύκλιοι που κάνουν ανέφικτη την τήρηση της νομιμότητας. Τελικώς, όμως, η φορομπηχτική πολιτική με πρόσχημα την πάταξη της φοροδιαφυγής το μόνο που θα επιφέρει είναι τη διάλυση του παραγωγικού ιστού, που με τη σειρά του θα εξωθήσει τη μεσαία τάξη σε ανορθολογικές πολιτικές επιλογές, οι οποίες θα δώσουν τη χαριστική βολή στην ελληνική οικονομία.
Μέχρι τώρα, η παραγωγική δραστηριότητα επιβίωνε στα όρια της «γκρίζας οικονομίας», μέσω της οποίας οι μικρές επιχειρήσεις κράτησαν ζωντανή την ελληνική οικονομία μετά τη χρεοκοπία του 2010. Τώρα, η κυβέρνηση θέλει να διαλύσει τον παραγωγικό ιστό επιδιώκοντας να δημιουργήσει μεγάλες επιχειρήσεις σε τομείς, όπως ο τουρισμός, όπου έχουν αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα οι μικρές επιχειρήσεις. Οι «μαθητευόμενοι μάγοι» προφανώς φαντάζονται ότι θα πετύχουν οικονομίες κλίμακας αν συγχωνευτούν οι… ταβέρνες με τα μεζεδοπωλεία. Βουή μας μαύρη, που έλεγαν και στα χωριά της Μεσσηνίας, πριν οι κυβερνητικές πολιτικές τα μετατρέψουν σε ανοιχτούς οίκους ευγηρίας για υπερήλικες και μελλοθάνατους.