Ο σφιχτός εναγκαλισμός συγκεκριμένων πολιτικών με ιεράρχες είναι ακόμα πιο γνωστός. Η σχέση αυτή δεν είναι βέβαια μόνο θεολογική αλλά έχει και μικροπολιτικά χαρακτηριστικά. Είναι γνωστό ότι το ψηφοδέλτιο που... εγχειρίζεται στους πιστούς λίγο μετά τη λειτουργία της Κυριακής των εκλογών είναι ιδιαίτερα ισχυρό. Το ψηφοδέλτιο αυτό δεν έχει μόνο κόμμα αλλά και σταυρούς προτίμησης που βγάζουν βουλευτές αλλά και δημοτικούς συμβούλους.
Το «ιερό νταραβέρι» είναι γνωστό και όταν κάποιος δίνει, προφανώς προσδοκά και αντίστοιχη αντιπαροχή για το ποίμνιό του. Ο πιστός που λαμβάνει το ψηφοδέλτιο και το ρίχνει στην κάλπη, όταν χρειαστεί κάτι θα περάσει από την εκκλησία και θα ζητήσει τη βοήθεια. Ο ιερέας θα αποταθεί σε αρμοδίους και το αίτημα θα φτάσει στον πολιτικό παράγοντα που έχει ευεργετηθεί. Ετσι λειτουργούσε και εξακολουθεί να λειτουργεί το σύστημα. Οποιος ισχυρίζεται ότι δεν το ξέρει ή ότι τάχα έχει αλλάξει από την παρούσα κυβέρνηση, λέει ψέματα.
Ο Πάνος Καμμένος που κατηγόρησε την περασμένη εβδομάδα τον μητροπολίτη Μεσσηνίας για αποστολή αιτημάτων για ρουσφέτια, είναι από τους πολιτικούς που έχει διαχρονικά πολύ καλές σχέσεις με την Εκκλησία. Να θυμίσουμε εδώ ότι πριν από μερικούς μήνες, στην κόντρα Αρχιεπισκόπου με τον υπουργό Παιδείας, επέβαλε σύσκεψη στο Μαξίμου παρουσία Τσίπρα, η οποία κατέληξε στο στραπατσάρισμα του Νίκου Φίλη και την αποπομπή του λίγο αργότερα από την κυβέρνηση. Ενα ιστορικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ θυσιάστηκε δηλαδή, προκειμένου να διατηρηθούν οι καλές σχέσεις με την Εκκλησία. Οταν έχει συμβεί αυτό για ένα θέμα που κυριολεκτικά δεν θα έπρεπε να έχει καμία ανάμειξη η Εκκλησία, δεν θεωρούμε ότι υπάρχει κανένας που πιστεύει ότι από τέτοιους πολιτικούς δεν θα ικανοποιηθούν μικρότερης αξίας και σοβαρότητας αιτήματα που θα φτάσουν μέσα από την οδό της Εκκλησίας.
Ο μητροπολίτης Μεσσηνίας από την πλευρά του παρεμβαίνει έντονα στα πολιτικά δρώμενα από την πρώτη μέρα που εγκαταστάθηκε στο νομό. Εχει σαφείς τοποθετήσεις, ύφος και επιστημονική επάρκεια που προϊδεάζουν για υψηλούς στόχους αλλά και συγκεκριμένους πολιτικούς φίλους. Η ιδιαίτερη συμπάθειά του στον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά είναι γνωστή και υπογραμμισμένη με κάθε ευκαιρία. Αυτό ενοχλεί όλους τους υπόλοιπους πολιτικούς παράγοντες και κόμματα και ευλόγως προκαλεί αντιδράσεις. Κανένας όμως δεν έθεσε θεσμικά και με σοβαρότητα το ζήτημα, αντίθετα ο ένας μετά τον άλλο σπεύδουν να πάρουν «την ευλογία του» και μετά μουρμουρούν μεταξύ τους. Αυτό όμως είναι υποκριτικό. Οσοι θεωρούν ότι δεν έχει δουλειά ο μητροπολίτης με την πολιτική, ούτε να δείχνει συμπάθειες και αντιπάθειες, να βγουν να το πουν και να το δείξουν. Τα μισοκακόμοιρα για «να τα έχουν καλά με το ράσο» νομιμοποιούν τη διαπλοκή της Εκκλησίας με την πολιτική.
Το ζήτημα με την επίθεση Καμμένου στο μητροπολίτη έχει να κάνει κυρίως με την πολιτική σε σχέση με την Εκκλησία. Το στρατόπεδο και τα υποτιθέμενα αιτήματα του μητροπολίτη Μεσσηνίας χρησιμοποιούνται για να επιτευχθεί η επιρροή της πολιτικής στα εκκλησιαστικά πράγματα. Πρόκειται για μια προβολή στο μέλλον. Κάποιοι προσπαθούν να προλάβουν εξελίξεις ή να πουλήσουν προκαταβολικά εκδούλευση σε μελλοντικές αλλαγές στην ιεραρχία της Εκκλησίας. Οι πολιτικοί θέλουν τους δικούς τους ιεράρχες και οι ιεράρχες τους δικούς τους πολιτικούς, αυτή είναι η ουσία και πάνω σε αυτό το μοτίβο στήνεται το νταραβέρι. Ολα αυτά δεν είναι βέβαια σημερινά, συνέβαιναν πάντα. Μόνο κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις, όπως πριν από μερικά χρόνια στο θέμα των ταυτοτήτων, βρέθηκαν να επιβάλουν την πολιτική αγνοώντας την Εκκλησία.
Ο κανόνας είναι η Εκκλησία να αλλάζει υπουργούς και να επιβάλει πολιτικές. Αυτό ζούμε και με τη σημερινή κυβέρνηση που παριστάνει την Αριστερά ακολουθώντας τον Καμμένο. Εχουν μείνει κάτι κακόμοιροι βουλευτές που δεν έχουν ακόμα καταλάβει τι γίνεται και ρωτούν για μουσουλμανικά νεκροταφεία και καύση νεκρών για να σώσουν δήθεν τα προσχήματα και τελικά μετατρέπονται σε σάκους του μποξ, προκαλώντας μειδιάματα κατανόησης. Το ξεκαθάρισμα των σχέσεων Εκκλησίας, πολιτικής και κράτους θεωρούμε ότι είναι μεγάλο θεσμικό βήμα για τη χώρα μας. Δεν πρόκειται βέβαια να προκύψει «με ένα νόμο και ένα άρθρο» αλλά με πολλά θεσμικά βήματα. Προϋποθέτει τη συμφωνία και τη στήριξη από τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, αλλά και πολιτικούς που θα αντιληφθούν ποιος είναι ο ρόλος τους. Στο φινάλε προτιμούμε τους πολιτικούς που θα κάνουν ένα ρουσφέτι για δυο φαντάρους σε έναν μητροπολίτη, από το να υποκύπτουν στις απαιτήσεις του για το τι θα διδάσκονται τα παιδιά μας στα σχολεία. Γιατί το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι το ρουσφετάκι, αλλά η υπαγόρευση πολιτικής και εκεί τα λιοντάρια έχουν αποδειχθεί γατάκια.
panagopg@gmail.com