Το μέγεθος της αποτυχίας του κρατικοδίαιτου μοντέλου στην τοπική αυτοδιοίκηση αναδεικνύεται σε όλη του την μεγαλοπρέπεια στο θέμα της διαχείρισης των σκουπιδιών. Η πλειοψηφία των δημοτικών αρχών επί σειρά ετών ασκούσε τη συγκεκριμένη αρμοδιότητα -μια από τις παλιότερες και τις σημαντικότερες- στη λογική άλλος διορίζει, άλλος πληρώνει και πάντα κάποιος άλλος ευθύνεται για τα αδιέξοδα. Κάπως έτσι έχουμε φτάσει στο σημείο σήμερα οι δήμοι να μην έχουν ούτε πού να πάνε τα σκουπίδια, αφού κλείνουν αναγκαστικά οι χωματερές, ούτε εργάτες για να τα μαζέψουν, γιατί σταμάτησε η πρόσληψη συμβασιούχων, ενώ οι περισσότεροι έχουν απαρχαιωμένο μηχανολογικό εξοπλισμό.
Αν κάποιος καθίσει και αθροίσει τα χρήματα που έχουν ξοδευτεί τα τελευταία 15 χρόνια για τη διαχείριση των σκουπιδιών, συνυπολογίζοντας τα πάντα, από μισθοδοσίες μονίμων και έκτακτων έως ευρωπαϊκά προγράμματα για μελέτες και ανανέωση εξοπλισμού, θα βρεθεί μπροστά σε ένα αστρονομικό ποσό που κυριολεκτικά έχει πεταχτεί στα σκουπίδια. Ενα τερατώδες ποσό από αυτά που συγκροτούν το περιβόητο έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό αλλά και στα χρέη των δήμων, μιας και πολλές δημοτικές αρχές έχουν δανειστεί προκειμένου να αγοράσουν κάδους, απορριμματοφόρα και άλλον εξοπλισμό. Το ωραίο είναι ότι η συγκεκριμένη αρμοδιότητα θεωρείται ανταποδοτική καθώς ο δήμος εισπράττει από τα δημοτικά τέλη, δηλαδή από τους πολίτες και ξοδεύει προκειμένου να κρατήσει την περιοχή του καθαρή. Τα ανταποδοτικά έσοδα δεν φτάνουν βέβαια «ούτε για πιπέρι», με αποτέλεσμα η συγκεκριμένη μαύρη τρύπα στους προϋπολογισμούς των δήμων να απορροφά σειρά πόρων και προγραμμάτων που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για σημαντικότερα πράγματα.
Το πέταγμα χρημάτων στα σκουπίδια, τόσο αυτών που δίνουν άμεσα οι πολίτες με το λογαριασμό της ΔΕΗ, όσο και αυτών που εξασφαλίζονται από τον κρατικό προϋπολογισμό και τα ευρωπαϊκά προγράμματα, δεν θα ήταν εφικτό αν οι δημοτικές αρχές καλούνταν να λογοδοτήσουν στους άμεσα ενδιαφερόμενους. Αν, δηλαδή, οι δημότες κάθε περιοχής καλούνταν να πληρώσουν άμεσα και στο σύνολό τους τις πολιτικές κάθε δημοτικής αρχής. Αυτό θα γινόταν εφικτό αν εφαρμοζόταν απαρέγκλιτα ο νόμος που θέλει ανταποδοτικές τις υπηρεσίες καθαριότητας. Η καταστρατήγηση όμως αρχών, όπως το γνωστό «ο ρυπαίνων πληρώνει», ήταν πάγια τακτική του πολιτικού προσωπικού τα τελευταία χρόνια γιατί βόλευε πολλά μικρά και μεγάλα συμφέροντα. Οι πολίτες από την πλευρά τους επικροτούσαν τους ελιγμούς και τα τζαμπατζίδικα κόλπα των αιρετών, πιστεύοντας ότι ο λογαριασμός δεν θα φτάσει ποτέ στο σπίτι τους. Οι λογικές αυτές αποδείχτηκαν κοντόθωρες και έφτασε η ώρα του λογαριασμού για τον οποίο τώρα κάνουν όλοι τους ανήξερους και τους εξαπατημένους.
Οι δήμαρχοι αναζητούν με αγωνία να βρουν κάποιον να φορτώσουν την ανεπάρκειά τους να διαχειριστούν το πρόβλημα των σκουπιδιών και ζητούν παρέμβαση του πρωθυπουργού προκειμένου να βρουν χώρο να πάνε τα σκουπίδια αλλά και πόρους για να προσλάβουν εργάτες για την αποκομιδή τους. Η προσπάθεια μεταβίβασης της ευθύνης είναι κραυγαλέα και αποτελεί το μεγαλύτερο προσόν του προσωπικού που υπηρετεί την αυτοδιοίκηση. Είναι φανερό ότι ο χώρος της αυτοδιοίκηση δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο και με αυτό το πολιτικό προσωπικό. Οι αναγκαίες αλλαγές δεν προκύπτουν όμως ούτε με διατάγματα ούτε με βουτιές στο μαύρο πολιτικό παρελθόν της χώρας. Θα προκύψουν μόνο αν επιβληθούν και εφαρμοστούν απλοί κανόνες που θα επιφέρουν την άμεση λογοδοσία στο δημότη. Αυτός που πληρώνει επιζητά ανάλογες υπηρεσίες και κρίνει αυστηρά, αλλά τελικά δίκαια, τον καθένα. Οταν επικρατεί το «...δώσε και μένα μπάρμπα» και το «μεγάλε θα σε φτιάξω…» είναι μάταιο να περιμένουμε αλλαγές και αξιόλογο πολιτικό προσωπικό να διαχειριστεί θέματα σοβαρότερα από το πώς θα μαζευτούν και πού θα καταλήξουν τα σκουπίδια μας.
Του Γιώργου Παναγόπουλου
panagopg@gmail.com