Έντονη πολιτική αντιπαράθεση έχει δικαιολογημένα προκαλέσει η δημοσιοποίηση έρευνας των καθηγητών Σωτήρη Τσιόδρα και Θεοδώρου Λύτρα για την επιβάρυνση του δημοσίου συστήματος υγείας από την πανδημία του κορονοϊού. Η έρευνα συνοψίζεται σε τρία βασικά συμπεράσματα: Το πρώτο είναι ότι όσο περισσότεροι είναι οι διασωληνωμένοι στο ΕΣΥ τόσο αυξάνεται κλιμακωτά η πιθανότητα θανάτου ανά ημέρα νοσηλείας. Το δεύτερο συμπέρασμα της έρευνας εγείρει σοβαρά ζητήματα για την αποτελεσματικότητα της διασωλήνωσης στα νοσοκομεία της περιφέρειας. Η διασωλήνωση σε νοσοκομείο εκτός Αττικής σχετίζεται με 35% έως και 40% αυξημένη θνητότητα. Το τρίτο εύρημα της έρευνας δείχνει πόσοι θάνατοι θα μπορούσαν να έχουν αποτραπεί αν υπήρχε απόλυτη θωράκιση του συστήματος υγείας, μιας και όπως επισημαίνεται η νοσηλεία εκτός ΜΕΘ σχετιζόταν με 87% αυξημένη θνητότητα.
Σε σχέση με το πρώτο εύρημα της έρευνας, είναι προφανές ότι ο εμβολιασμός αποτελεί το βασικό όπλο προκειμένου να μην πιέζεται το σύστημα υγείας για να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στα περιστατικά που καταλήγουν σε αυτό. Κανένα σύστημα υγείας δεν μπορεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά σε χιλιάδες περιστατικά, όλα έχουν μια ποσοτική οροφή.
Το δεύτερο στοιχείο, που μας αφορά και τοπικά, έχει να κάνει με την αποτελεσματικότητα των περιφερειακών μονάδων υγείας και των σχέσεων κέντρου -περιφέρειας. Η έρευνα επιβεβαιώνει κάτι που το γνωρίζουμε όλοι έστω εμπειρικά, ότι δηλαδή τα νοσοκομεία της Αττικής δεν έχουν καμία σχέση με αυτά της επαρχίας στην αντιμετώπιση μικρών και μεγάλων προβλημάτων υγείας. Έχουμε υγεία δύο ταχυτήτων, και αυτό δεν είναι ζήτημα μόνο σημερινό, αλλά των πολλών τελευταίων χρόνων. Στους κατοίκους της περιφέρειας δεν προσφέρεται από το κράτος η ίδια ποιότητα παροχής υγείας με αυτούς του κέντρου. Αυτό βεβαίως έχει να κάνει με μία σειρά από παράγοντες που αφορούν το ανθρώπινο δυναμικό, ποιοτικά και ποσοτικά, τα μοντέλα διοίκησης που εφαρμόζονται, αλλά και τον ιατρομηχανολογικό εξοπλισμό. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι χρόνια τώρα τα περισσότερα σοβαρά περιστατικά από τα περιφερειακά νοσοκομεία καταλήγουν στην Αθήνα, γιατί δεν υπάρχουν οι δυνατότητες να αντιμετωπιστούν τοπικά.
Το τρίτο ζήτημα της έρευνας έχει να κάνει με τη δημιουργία και τη στελέχωση Μονάδων Εντατικής Θεραπείας. Τα τελευταία χρόνια αγοράστηκε εξοπλισμός για ΜΕΘ, από Δημόσιο και ιδιώτες, αλλά η στελέχωσή τους είναι προβληματική. Όλοι γνωρίζουν ότι το πρόβλημα με τη στελέχωση των εντατικών μονάδων αλλά και κρίσιμων δομών στο δημόσιο σύστημα υγείας έχει να κάνει με την ελκυστικότητα των θέσεων. Δεν υπάρχουν δηλαδή γιατροί οι οποίοι πηγαίνουν στο σύστημα υγείας, τόσο γιατί οι συνθήκες εργασίας είναι δύσκολες όσο και γιατί οι αμοιβές είναι ιδιαίτερα χαμηλές. Αποτελεί κοινό μυστικό ότι εκατοντάδες γιατροί τα τελευταία χρόνια έχουν φύγει από τη χώρα μας κι έχουν πάει σε χώρες όπως η Γερμανία, στελεχώνοντας τις εκεί μονάδες υγείας. Η Ελλάδα έχει επενδύσει εκατομμύρια ευρώ στις σπουδές αυτών των ανθρώπων στο δημόσιο σύστημα παιδείας, αλλά δεν μπορεί να τους κρατήσει για την ενίσχυση του συστήματος δημόσιας υγείας. Είναι ξεκάθαρο ότι η ενίσχυση του συστήματος υγείας περνά μέσα από την αύξηση των αποδοχών των γιατρών και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας τους, προκειμένου να επιστρέψουν από το εξωτερικό αλλά και από την ιδιώτευση.
Όλα αυτά μαζί επαναφέρουν τη συζήτηση σε σχέση με την αναδιάρθρωση του συστήματος υγείας. Απαιτείται ειλικρινής διάλογος με επιχειρήματα, χωρίς κραυγές και αναθέματα από διάφορους κουφιοκέφαλους που νομίζουν ότι θα εισπράξουν πολιτικά οφέλη ποντάροντας στο θάνατο. Η ιστορία με τον κορονοϊό δεν έχει τελειώσει και χρειάζεται η επίσπευση της θωράκισης του συστήματος υγείας. Οι αμοιβές γιατρών και νοσηλευτών, η εξειδίκευση των νοσοκομείων, συνολικά το σύστημα υγείας, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν από μηδενική βάση. Η χώρα χρειάζεται ένα νέο σύστημα υγείας το οποίο θα μπορεί να ανταποκριθεί με επάρκεια στις ανάγκες των ασθενών.
Είναι απαραίτητη η νέα χωροταξική κατανομή των νοσοκομειακών μονάδων και η στελέχωση εξειδικευμένων κλινικών ανά Περιφέρεια, έτσι ώστε να μην είναι υποχρεωμένοι όλοι να καταλήγουν στην Αθήνα. Απαιτείται διαφορετική λογική, έτσι ώστε και οι γιατροί και το προσωπικό του συστήματος να αμείβονται ικανοποιητικά, και οι κάτοικοι της επαρχίας να απολαμβάνουν ποιοτικές υπηρεσίες υγείας. Η αναδιάρθρωση του συστήματος υγείας απαιτεί μία μεγάλη πολιτική συμφωνία, χωρίς κραυγές, με σοβαρότητα και ευθύνη. Το να μην αλλάξει τίποτα ή να μείνουν τα πράγματα ως έχουν δεν αποτελεί στάση ευθύνης. Το σύστημα υγείας έχει σοβαρά προβλήματα, που αναδείχθηκαν στη φάση του κορονοϊού, και θα πρέπει να αναμορφωθεί εκ βάθρων. Όσοι υπερασπίζονται την υπάρχουσα κατάσταση, κρύβουν τα προβλήματα και δηλώνουν ικανοποιημένοι έχουν τεράστιες πολιτικές ευθύνες, οι οποίες δεν μπορούν πλέον να αποσιωπηθούν και πολύ περισσότερο να γίνουν ανεκτές.
panagopg@gmail.com