Υπήρξε και η σαφής τοποθέτηση της Νέας Δημοκρατίας ότι θα αλλάξει τον εκλογικό νόμο όταν γίνει κυβέρνηση, και τα πράγματα έμειναν εκεί. Οι αυτοδιοικητικές εκλογές προηγήθηκαν των εθνικών και ως εκ τούτου η εκκίνηση δόθηκε με την απλή αναλογική στον ορίζοντα.
Η αλλαγή κλίματος ήταν εμφανής πριν από τις εκλογές όσο και αν δεχόταν πυρά από ορισμένες πλευρές το εκλογικό σύστημα. Ανοιξαν τα “καπάκια” και ξεπετάχτηκαν οι φιλοδοξίες προσώπων και ομάδων, αναδιατάχθηκε το πολιτικό σκηνικό στην αυτοδιοίκηση, όλοι έγιναν... της συναίνεσης και του διαλόγου. Το σύστημα μπήκε σε μια κατάσταση υψίστης πολιτικής εντροπίας με την προσδοκία ότι θα βρει την ισορροπία του σε μια πορεία προσαρμογών στη νέα κατάσταση. Τα αποτελέσματα μπορεί να μην άρεσαν στη μια ή την άλλη πλευρά και φυσικά σε καμία περίπτωση δεν υπήρχε ομοιομορφία. Κάθε χωρική περιφέρεια ανέδειξε τις δικές της κοινωνικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες. Και σε αυτό συνέβαλε από τη μια πλευρά το γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία ποιούσα την ανάγκη φιλοτιμία δεν υποστήριξε ανοιχτά υποψήφιους στον πρώτο γύρο, ενώ παράλληλα ο ΣΥΡΙΖΑ που έδωσε στηρίξεις απλώς αποδείχτηκε πως δεν έχει σοβαρές αναφορές και στελέχη προοπτικής στην αυτοδιοίκηση. Θα μπορούσε κάποιος να πάρει έναν-έναν τους δήμους και να κάνει συγκρίσεις σε σχέση και με προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις.
Η ομοιομορφία μεταβλήθηκε σε πλήρη ανομοιογένεια στην πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά. Και οι ανατροπές ήρθαν να επιβεβαιώσουν ότι το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής απλώς κρύβει την πραγματικότητα πίσω από την κομματική στοίχιση. Το νέο σημείο ισορροπίας σε κάθε περιοχή μπορεί να είναι διαφορετικό, το βέβαιο είναι όμως ότι εκ των πραγμάτων επίκειται νέα αναδιάταξη που θα προκύψει στην πορεία προς αυτή την ισορροπία. Αυτή η διαδικασία θα έπρεπε να εξελιχθεί μέσα από μια επίπονη προσπάθεια αναζήτησης κοινού τόπου και αποτύπωσης των διαφοροποιήσεων από κάθε παράταξη. Με όλο το σεβασμό τα περί “προγραμμάτων” τα ακούω βερεσέ, επί της ουσίας η όποια διαφορετικότητα έγκειται στον τρόπο με τον οποίο οι διαφορετικές δυνάμεις βλέπουν το μέλλον του τόπου και αντιλαμβάνονται το ρόλο του δήμου. Τα υπόλοιπα είναι κάθε φορά υπό συζήτηση.
Κάπως έτσι είχαν τα πράγματα και δεν έλειψαν οι συμφωνίες για τον δεύτερο γύρο σε πολλές περιπτώσεις, με βάση την ανάγκη συγκρότησης πλειοψηφιών με διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά κάθε φορά ανάλογα με τις δυνάμεις που μπήκαν σε αυτή τη διαδικασία. Οπότε αιφνιδίως μετά τις εκλογές η νέα κυβέρνηση ανακαλύπτει ότι υπάρχει πρόβλημα “κυβερνησιμότητας” και προσπαθεί να κάνει... αναίμακτο πραξικόπημα κατάργησης των εκλεγμένων δημοτικών συμβουλίων. Ψάχνει να βρεις τρόπους έτσι ώστε να... περνάει του δήμαρχου με αμφιλεγόμενες ρυθμίσεις ακόμη και ως προς τη συνταγματικότητά τους. Υπάρχει ένα αφετηριακό ζήτημα: Η “κυβερνησιμότητα” στους δήμους είναι εφεύρεση κάποιων κυβερνητικών εγκεφάλων και όχι μια διαπίστωση από τη λειτουργία των θεσμικών οργάνων με βάση τη νέα κατάσταση που έχει δημιουργηθεί. Εκλογές με απλή αναλογική (και μάλιστα με έμμεση εκλογή δημάρχου από τα δημοτικά συμβούλια) έγιναν και το 1964, αλλά προβλήματα “κυβερνησιμότητας” δεν παρουσιάστηκαν σε έκταση. Και μάλιστα στην Καλαμάτα όπου ο αείμνηστος Κώστας Κουτουμάνος εξελέγη με απλή πλειοψηφία.
Ενα πρώτο ζήτημα έχει να κάνει με το γεγονός ότι η “κυβερνησιμότητα” ανακαλύφθηκε μετεκλογικά. Για να διαθέτει το “φύλλο συκής” η σημερινή κυβέρνηση θα έπρεπε ως αξιωματική αντιπολίτευση πριν από τις αυτοδιοικητικές εκλογές να έχει καταθέσει ευθέως την πρόθεσή της να καταργήσει νομοθετικά το εκλογικό αποτέλεσμα. Και ως εκ τούτου υποψήφιοι και πολίτες να... πάρουν τα μέτρα τους και να αποφασίζουν για την κάθοδο και την ψήφο τους. Με το μετεκλογικό “κόλπο” φέρνει σε δύσκολη θέση και πολλά από τα στελέχη της στην αυτοδιοίκηση τα οποία βρέθηκαν... εκτός νυμφώνος. Για να γίνει αντιληπτό το πρόβλημα θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν επανεξελέγησαν 5 από τους δημάρχους της Νέας Δημοκρατίας που συμμετείχαν στο διοικητικό συμβούλιο της Κεντρικής Ενωσης Δήμων, 2 από τους δημάρχους του ΚΙΝΑΛ και 1 από τους δημάρχους του ΣΥΡΙΖΑ. Και οι οποίοι αντιδρούν με τα νέα κόλπα Θεοδωρικάκου - Πατούλη.
Με την “κυβερνησιμότητα” όμως υπάρχει και μια άλλη επίσης πολύ σοβαρή πλευρά: Ενα σύστημα που αμφισβητείς και εκτιμάς ότι θα δημιουργήσει προβλήματα, το λειτουργείς, εντοπίζεις ποία είναι αυτά τα προβλήματα και προχωράς μετά στις διορθώσεις όταν αυτές είναι συμβατές με τους συνταγματικούς κανόνες και την πολιτική τάξη. Οσοι γνωρίζουν από την λειτουργία της αυτοδιοίκησης, αντιλαμβάνονται πως το κρίσιμο ζήτημα είναι ο προϋπολογισμός. Ομως εδώ υπάρχει μια ουσιώδης μεταβολή που αλλάζει ριζικά τα πράγματα: Ο προϋπολογισμός δεν ψηφίζεται στο σύνολό του όπως παλαιότερα, αλλά κατά κωδικό (μέχρι τον τέταρτο αριθμό). Στις συζητήσεις που προηγούνται τις τελικής στο δημοτικό συμβούλιο μπορούν να κατατεθούν εναλλακτικές προτάσεις για κάθε κωδικό. Και αν καμία στο τέλος δεν συγκεντρώνει απόλυτη πλειοψηφία, τίθενται σε ψηφοφορία οι δύο προτάσεις που πήραν τις περισσότερες ψήφους. Με δεδομένο το γεγονός ότι υπάρχει η πρόβλεψη πως οι προϋπολογισμοί συντάσσονται στη βάση των οδηγιών, η ρύθμιση που “χοντρικά” προαναφέρθηκε διασφαλίζει την ψήφιση προϋπολογισμού και τη λειτουργία του δήμου.
Από εκεί και ύστερα τα πομπώδη περί προγραμμάτων αποτελούν προσχήματα. Ακόμη και αν υπήρχαν πραγματικά προγράμματα, αυτά τίθενται στην κρίση των πολιτών στον πρώτο γύρο. Στον δεύτερο αποφασίζουν ποιος θεωρούν ότι μπορεί καλύτερα να διαχειριστεί τις υποθέσεις του δήμου. Πάντα θεωρητικά, γιατί... μόνον με αυτά τα κριτήρια δεν ψηφίζει η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών. Συγγενείς, γνωστούς, φίλους και κόμμα κατά κανόνα ψηφίζουν και όχι προγράμματα (εντός ή εκτός εισαγωγικών). Τα προγράμματα θα τα δούμε την ώρα της κρίσης καθώς δεν μπαίνουν στην προεκλογική συζήτηση. Οταν έρθει για παράδειγμα η ώρα να συζητήσει το δημοτικό συμβούλιο για τη Ναυαρίνου, τότε (δυστυχώς) θα μάθουμε ποια είναι η πραγματική θέση του καθενός.
Και το “καθενός” είναι κομβικό συνταγματικό στοιχείο. Στο δημοτικό συμβούλιο εκλέγονται πρόσωπα και αποφασίζουν με ελεύθερη βούληση. Η αναγνώριση του ρόλου των παρατάξεων δεν υποκαθιστά την εκλογή προσώπων. Και ως εκ τούτου αυτό δεν μπορεί να νομοθετηθεί με οποιονδήποτε τρόπο και να ανατεθούν οι αρμοδιότητες του δημοτικού συμβουλίου απρόσωπα στην “παράταξη” του δημάρχου. Ως προέκταση αυτής της συνταγματικής πρόβλεψης, το δημοτικό συμβούλιο είναι βουλευόμενο σώμα εκλεγμένων με ελεύθερη βούληση και αυτός ο χαρακτήρας του δεν μπορεί να αλλοιωθεί. Πέρα από την πολιτική και ηθική πλευρά της υπόθεσης, στο ενδεχόμενο υλοποίησης των εξαγγελιών ανακύπτουν μια σειρά από νομικά θέματα τα οποία ενδέχεται να ταλαιπωρήσουν τους δήμους και να μπλοκάρουν αποφάσεις σε κρίσιμα ζητήματα για τα οποία μπορεί να υπάρξουν προσφυγές σχετικά με τη νομιμότητα.
Η ολοκληρωτικού χαρακτήρα κυβερνητική επιλογή αντί για την συναίνεση προωθεί το διχασμό. Στην επιδίωξη ευρύτερων συμφωνιών και την εκλογίκευση της αντιπαράθεσης σε τοπικό επίπεδο που οδηγεί αναγκαστικά ο τρόπος εκλογής των δημοτικών συμβουλίων, επιχειρείται να καθιερωθεί ο απόλυτος διχασμός. Ο καθένας μπορεί να σκεφθεί πώς μπορεί να αντιδρά κάθε φορά ένα δημοτικό συμβούλιο όταν αποφάσεις για κρίσιμα ζητήματα παίρνει μια μικρή μειοψηφία των συμβούλων του δημάρχου και μάλιστα νομοθετημένα “εν κρυπτώ και παραβύστω”. Ολοι οι άλλοι στην κόντρα θα πηγαίνουν σε ένα κλίμα αντιπαράθεσης. Αλλά υπάρχει και μια ακόμη πλευρά η σοβαρότητα της οποίας θα κριθεί από τις ρυθμίσεις. Προεκλογικά έγιναν συμφωνίες (αγνώστου περιεχομένου) και στη βάση αυτών εκλέχτηκαν οι δήμαρχοι. Αυτές όμως έγιναν με την προϋπόθεση ότι οι εκτός δεύτερου γύρου συνδυασμοί που συμφώνησαν, θα έπαιζαν έναν ρόλο. Με την ανάθεση της διοίκησης των δήμων στο συνδυασμό του δημάρχου, οι συμφωνίες ανατρέπονται. Και το βάθος της ανατροπής θα κριθεί από την συγκεκριμενοποίηση των συμφωνιών.
Τα όσα προεκτέθηκαν αποτελούν μερικές από τις πλευρές του θεσμικού πραξικοπήματος που εξήγγειλε η κυβέρνηση. Και κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος δείχνουν ότι στην πραγματικότητα αντί να “θεραπευθούν” σε μια πορεία όποια προβλήματα αποδειχθεί ότι πράγματι υπάρχουν, θα ανοίξουν πληγές που μπορεί να προκαλέσουν ανυπολόγιστη ζημιά στο θεσμό και τη δημοτική δραστηριότητα. Η κυβέρνηση κινείται σε αυτή την κατεύθυνση έχοντας ως σκοπό τη χειραγώγηση της αυτοδιοίκησης μέσω των περιφερειών, καθώς έχει τους 12 από τους 13 περιφερειάρχες, κάποιος από τους οποίους (μεταξύ των οποίων και ο Πατούλης) θα ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν συνεργασίες και συμβιβασμούς με αντίπαλους συνδυασμούς. Οι δήμοι στην πραγματικότητα δεν την ενδιαφέρουν, εκεί θα βρει κόντρα πολλά στελέχη, μέλη και φίλους της που δεν πέρασαν στο δεύτερο γύρο ή έχασαν σε αυτόν καθώς σε πολλούς δήμους υπήρχαν περισσότερες της μιας νεοδημοκρατικές υποψηφιότητες.
Κλείνοντας το σημείωμα μια πολιτικού χαρακτήρα παρατήρηση: Η κυβέρνηση μέσω της “κυβερνησιμότητας” προσπαθεί να “ενοχοποιήσει” την απλή αναλογική και να εμπεδώσει αναπόδεικτα την πεποίθηση ότι θα πρέπει πραξικοπηματικά να καταργηθεί και η απλή αναλογική στις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Τα υπόλοιπα είναι... καθρεφτάκια για ιθαγενείς.