Αυτονοήτως δεν αναφέρομαι στην Αρχαία Μεσσήνη, από τη λάμψη της οποίας χάρη στο σπουδαίο έργο που επιτελεί ο καθηγητής Πέτρος Θέμελης όλοι προσπαθούν να επωφεληθούν και να “επενδύσουν” στην προσέλκυση επισκεπτών. Αυτό είναι μια ιδιαίτερη συζήτηση καθώς υπάρχουν απλοϊκές προσεγγίσεις, φαντασιώσεις και αυταπάτες που αγνοούν την πραγματικότητα η οποία διαμορφώνεται από παράγοντες αντικειμενικού χαρακτήρα. Επανέρχομαι ακριβώς γιατί η Μεσσήνη βρίσκεται στο κέντρο μιας περιοχής με ένα πλήθος μνημείων και αρχαιολογικών χώρων. Μια περιοχή η οποία μάλιστα πολύ πιθανόν να κρύβει πολλούς θησαυρούς ακόμη, όσους σώθηκαν από την εντατική καλλιέργεια της γης ή καταχώθηκαν από τη φύση στο πέρασμα του χρόνου. Εισαγωγικά αναφέρθηκα σε “αδιαφορία”, μια έννοια η οποία είναι συνήθης στην άσκηση κριτικής όταν αυτή αναφέρεται στο πολιτικό προσωπικό. Και μπορεί να αφορά πρωτίστως εκείνους που διαχειρίζονται τις τύχες και το μέλλον του τόπου. Αφορά όμως και την κοινωνία η οποία υπό το βάρος της βαθύτατης και πολύπλευρης κρίσης οδηγείται στη σιωπή και την αποστασιοποίηση από εκείνα τα οποία θα έπρεπε να την ενδιαφέρουν. Για να τεκμηριώσω την “αδιαφορία” που καταλογίζω, θα πρέπει να σημειώσω ότι τα όσα αφορούν το θέμα των αρχαιοτήτων της περιοχής έχουν τεθεί “Επί Τάπητος” εδώ και χρόνια. Παρ’ όλα αυτά όχι μόνο δεν έγινε κάτι αλλά δεν είδα και κανέναν τοπικό παράγοντα να κάνει έτσι μια επίσκεψη να δει έστω και από περιέργεια περί τίνος πρόκειται και αν... αξίζει τον κόπο να ασχοληθεί. Ελπίζοντας ότι μπορεί να εκδηλωθεί μεγαλύτερο ενδιαφέρον, εν τάχει θα επιχειρήσω για μια ακόμη φορά συνοπτική παρουσίαση αυτών στα οποία αναφέρομαι.
Οι τάφοι στο Καρτερόλι ανακαλύφθηκαν το 1925 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960 Αμερικανοί αρχαιολόγοι που ερεύνησαν την περιοχή δημοσίευσαν τα εξής: «Στον αυτοκινητόδρομο από Μεσσήνη (Νησί) προς την Ιθώμη (Μαυρομμάτι), στη στροφή προς το Καρτερόλι -το οποίο βρίσκεται μισό χιλιόμετρο δυτικά του δρόμου- θαλαμωτοί τάφοι ανακαλύφθηκαν στη νότια και τη νοτιοανατολική πλαγιά του μεγάλου λόφου δυτικά του αυτοκινητοδρόμου, που λέγεται Αγιος Κωνσταντίνος από το εξωκκλήσι στο βόρειο άκρο του. Αλλοι τάφοι ανέκυψαν εξ άλλου, τόσο στη βόρεια όσο και στη νότια πλαγιά του χαμηλού λόφου, βόρεια του δρόμου προς Καρτερόλι, ενώ δύο ακόμη (ο ένας χρησιμοποιόταν σαν καμίνι) μπορεί να δει κανείς στη δυτική πλαγιά του λόφου, που τον ονομάζουν "Παπαλιά Ράχη", ανατολικά του αυτοκινητοδρόμου και βόρεια του δρόμου που οδηγεί ανατολικά στην Πιπερίτσα. Θραύσματα από βαθιά αγγεία ή κύλικες, μονόχρωμους -πορτοκαλί ή μαύρους- από το τελευταίο διάστημα της Υστεροελλαδικής περιόδου, χοντροκομμένα οικιακά σκεύη, κοκκινωπό ύφασμα, των μυκηναϊκών χρόνων. Οι συνολικά εννέα εμφανείς θαλαμωτοί τάφοι και η πιθανότητα ύπαρξης άλλων τεσσάρων αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός ευμεγέθους οικισμού. Η κατοικημένη περιοχή πιθανότατα καταλάμβανε την κορυφή του Αγίου Κωνσταντίνου και του λόφου ακριβώς ανατολικά, παράλληλα στον αυτοκινητόδρομο. Στην κορυφή, αλλά και νότια, όπως και στη δυτική πλαγιά της "Παπαλιά Ράχης", διαπιστώθηκε η ύπαρξη στο επίπεδο της επιφάνειας του εδάφους σημαντικού αριθμού θραυσμάτων του δεύτερου μισού του τελευταίου διαστήματος της Υστεροελλαδικής περιόδου. Αυτός είναι ο μοναδικός μυκηναϊκός αρχαιολογικός χώρος που γνωρίζουμε σίγουρα στο δυτικό άκρο της μεγάλης κοιλάδας του Παμίσου». Οι πληροφορίες αυτές δημοσιεύτηκαν στο "American Journal of Archaeology" αλλά χρειάστηκαν κάπου 45 χρόνια ακόμη για να χαρακτηρισθεί ο αρχαιολογικός χώρος στον Αγιο Κωνσταντίνο Καρτερολίου (ΦΕΚ 255/Β/30-6-2010). Πρέπει να σημειωθεί ακόμη ότι ότι ο Αγγλος αρχαιολόγος Hope Simpson που ερεύνησε την Μεσσηνία στα τέλη της δεκαετίας του 1950-1960 πιθανολογεί ότι στο Καρτερόλι ενδεχομένως υπήρχε η μια από τις 7 πόλεις που έδινε ο Αγαμέμνονας στον Αχιλλέα (το κείμενο έχει μεταφράσει ο αείμνηστος φίλος Νίκος Ζερβής και έχει δημοσιευτεί στο "Θάρρος" 13/12/1959).
Σε απόσταση αναπνοής από τη Μεσσήνη είναι τα Νιχώρια Καρποφόρας, τα οποία ερευνήθηκαν από την αποστολή του Πανεπιστημίου της Μινεσότας στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και για τα οποία το υπουργείο Πολιτισμού μας πληροφορεί μεταξύ των άλλων ότι: «Σε λοφοσειρά μήκους 500 μ. με κατεύθυνση από ΒΔ-ΝΑ και σε απόσταση 2-2,2 χλμ. από τη ΒΔ γωνία του Μεσσηνιακού Κόλπου, αναπτύχθηκε στη θέση Νιχώρια το μεγαλύτερο και σημαντικότερο οικιστικό κέντρο της περιοχής με συνεχή διάρκεια ζωής από το 3500-750 π.Χ. περίπου, που δραστηριοποιείται ξανά από τον 4ο έως τις αρχές του 13ου αιώνα μ.Χ. Η μεγάλη ακμή του οικισμού σημειώνεται στα μυκηναϊκά χρόνια (1600-1050 π.Χ.)». Η ανασκαφή που έγινε με τη συμμετοχή πολλών επιστημόνων, όχι μόνον από τον χώρο της αρχαιολογίας, αλλά και από τον χώρο των θετικών επιστημών (γεωλόγοι, παλαιοβοτανολόγοι, ανθρωπολόγοι κτλ) έδωσε πολλά στοιχεία και ευρήματα για τους αρχαίους κατοίκους της Μεσσηνίας ειδικά στους λεγόμενους "Σκοτεινούς αιώνες" όπου οι πληροφορίες μας είναι λιγοστές. H έκταση είναι μεγάλη, φυσικά δεν έχει ερευνηθεί πλήρως και είναι πολύ πιθανό ότι σε κάθε μεγάλο δημόσιο ή ιδιωτικό έργο, οι επεμβάσεις θα πρέπει να είναι εξαιρετικά προσεκτικές έτσι ώστε να προστατευτούν τυχόν ευρήματα που θα φέρουν στο φως οι εκσφαφές.
Εχουμε ήδη το παράδειγμα του αρχαιολογικού πάρκου στο Πεταλίδι που μπορεί να δημιουργηθεί με βάση τα ευρήματα κατά τις εργασίες κατασκευής του δρόμου Τζάνε - Καλαμάκι. Η αρχαία Κορώνη (Πεταλίδι) η οποία είναι γνωστή εδώ και πολλά χρόνια και τελευταία επανήλθε στην επικαιρότητα, καθώς ήταν στη διαδρομή του κατασκευαζόμενου δρόμου Τζάνε - Καλαμάκι και για να προχωρήσει έπρεπε να αντιμετωπιστεί το θέμα των αρχαιοτήτων. Η σωστική ανασκαφή της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας στη διαδρομή του νέου δρόμου έφερε στο φως σημαντικά ευρήματα και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός αρχαιολογικού πάρκου στο λόφο “Κάστρο” όπου βρίσκεται η ακρόπολη της αρχαίας Κορώνης. Το πολύ ενδιαφέρον έργο παρουσιάστηκε αναλυτικά σε ρεπορτάζ της “Ελευθερίας” στις 26 Οκτωβρίου 2019.
Στα ενδότερα του δήμου έχουν εντοπισθεί μυκηναϊκές εγκαταστάσεις με τάφους που έχουν βρεθεί σε Αριστομένη, Διόδια, Δάρα, Στρέφι, Χαλβάτσου. Τα ευρήματα και η θέση τους δίνουν πολλά στοιχεία για την κατοίκηση στην περιοχή αυτή. Εχει διαπιστωθεί προϊστορική κατοίκηση που ξεκινάει από τα Πρωτοελλαδικά χρόνια, -3200, ενώ υπάρχουν ακόμα παλαιότερα ευρήματα της Νεολιθικής εποχής. Η κατοίκηση συνεχίζεται και στα Μυκηναϊκά χρόνια, -1700 έως -1200, όπως πιστοποιούν τα ευρήματα και ο θολωτός τάφος στα Διόδια.
Συνεχίζοντας με τα κάστρα, το εισαγωγικό κείμενο σε πρόσφατη δημοσίευση του φίλου Γιάννη Μπίρη στην “Ελευθερία” αναφέρει ότι «στην ανατολική όχθη του ποταμού Βελίκα, πάνω σε απόκρημνους λόφους, που απέχουν μεταξύ τους μόνο μερικά χιλιόμετρα, διακρίνουμε μια συνεχή αλυσίδα από μεσαιωνικά κάστρα. Οχυρές θέσεις, χαμένες θαρρείς στην αχλή του χρόνου. Το κάστρο ανάμεσα στη Βελίκα και το Νεοχώρι (Μόνιστα), το κάστρο ανάμεσα στο Στρέφι και την Πελεκανάδα (Ντεμπρίζ), το κάστρο στα Διόδια (Λοΐ) και λίγο μακρύτερα το κάστρο της Ανω Βούταινας (Γούταινα)». Ενώ θα πρέπει να προστεθούν για την περιφέρεια του δήμου και άλλες οχυρές θέσεις (Πέρα, Κόσμινα κλπ.).
Από τη σύντομη αυτή διαδρομή προκύπτει το αυτονόητο: Η ανάγκη να αναδειχθούν αυτοί οι χώροι, να συνδεθούν με τον πλέον πρόσφορο τρόπο. Πάντοτε σε συνεργασία του δήμου με την Εφορεία Αρχαιοτήτων και την αξιοποίηση όλων των ιδεών που μπορεί να κατατεθούν. Ετσι ώστε η πόλη να αποτελέσει αφετηρία εξορμήσεων για τους χώρους αυτούς, μαζί φυσικά με την Αρχαία Μεσσήνη, το Ανδρομονάστηρο, το Κάστρο της Ανδρούσας και ό,τι άλλο έχει καταγράψει η ιστορία στην περιοχή. Θεωρώ ότι τα ζητήματα θα έπρεπε να απασχολούν μονίμως τους “άρχοντες” και την τοπική κοινωνία: Κατ’ αρχήν ως απαραίτητο στοιχείο “αυτογνωσίας”, με την πληροφόρηση των πολιτών για την ιστορία του τόπου. Αλλά και ως ένας σημαντικός παράγοντας προσέλκυσης επισκεπτών στην περιοχή, μέσα από την κατάλληλη οργάνωση και προβολή.