Ισως είναι πολύ δύσκολο να φαντασθεί κάποιος αν δεν το γνωρίζει ότι αυτή η περιοχή στη φάση του αστικού μετασχηματισμού και για πολλές δεκαετίες αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη βιομηχανική περιοχή της Καλαμάτας.
Μία μεγάλη βιομηχανία, από την οποία δεν υπάρχει άλλο ίχνος πέρα από την... Αγία Βαρβάρα, δέσποζε στην ανατολική πλευρά του πάρκου σε μία τεράστια έκταση και η εκκλησία βρισκόταν μέσα σε αυτήν. Σε αυτή την εποχή υπήρχαν οι εγκαταστάσεις της Εταιρείας Οίνων και Οινοπνευμάτων, πιο γνωστή στους Καλαματιανούς ως “Ζαν και Ρος” από τα ονόματα των ιδρυτών της. Πολλοί θυμούνται το χώρο να έχει εγκαταλειφθεί τα μεταπολεμικά χρόνια, η βιομηχανία έκλεισε και η πόλη παρά τις προσπάθειες που έγιναν έχασε την ευκαιρία για ένα πολύ μεγάλο αστικό πάρκο από την Αριστομένους μέχρι τη Φαρών και από το ύψος της Λέσχης Αξιωματικών μέχρι τις Σχολές Παπαφλέσσα. Μεγάλες βιομηχανίες ο επιλιμένιος μύλος (Ευαγγελίστρια) και ο χερσαίος (Φεραδούρου). Το κτήριο του πρώτου “σαπίζει” με το χρόνο και στο κτήριο του δεύτερου λειτουργεί πολυκατάστημα αφού κρατήθηκε το “κέλυφος”. Πιο πέρα, εκεί που βρίσκεται το 1ο Λύκειο, βρισκόταν το σαπωνοποιείο-ελαιουργείο-παγοποιείο Λιναρδάκη/Στρούμπου. Στην Τσαμαδού (...ακριβώς πάνω στον σημερινό δρόμο) και σε άλλα σημεία οι αποθήκες συσκευασίας σύκων και σταφίδας. Και ακόμη ένα πλήθος υποστηρικτικών βιοτεχνιών διάσπαρτων στην περιοχή. Εκεί που είναι η Λέσχη Αξιωματικών βρισκόταν το μηχανοστάσιο του τραμ, στο Διοικητήριο το μηχανοστάσιο των τρένων, στα Δικαστήρια το παγοποιείο “Ολυμπος”, στο Δημοτικό Θέατρο η Ηλεκτρική Εταιρεία.
Μία σύντομη περιγραφή του χώρου και των μονάδων που κατασκευάζονταν και πολλά χρόνια αργότερα (όπως το εργοστάσιο της Συκικής) είναι αρκετή για να καταδείξει την αξία αυτού του χώρου, ο οποίος για λόγους ευνόητους συγκέντρωσε όλη την παραγωγική δραστηριότητα. Η κατασκευή του λιμανιού και του σιδηροδρόμου την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα δημιούργησε έναν τεράστιο μεταφορικό κόμβο για τα δεδομένα εκείνης της εποχής. Οι επιχειρηματίες έσπευσαν να αξιοποιήσουν τις σημαντικές αυτές υποδομές, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια ευρεία ζώνη που εκτεινόταν λίγο νοτιότερα από την πλατεία μέχρι το λιμάνι και από τις δύο πλευρές της σιδηροδρομικής γραμμής. Την εποχή του Μεσοπολέμου μάλιστα έγινε ολόκληρη μάχη όταν ο Δήμος Καλαμάτας επιχείρησε να θεσμοθετήσει βιομηχανική ζώνη στο Νησάκι, που βρισκόταν εκείνη την εποχή μακριά από το κέντρο της πόλης, κοντά σε βιομηχανίες και στο τρένο, ενώ υπήρχε άφθονο νερό. Λίγη ιστορία (και λειψή, αφού περιγράφει εν συντομία μόνο την παραγωγική-μεταποιητική δραστηριότητα) είναι αναγκαία για μια γέφυρα με ένα θέμα το οποίο, όλως παραδόξως, όλα αυτά τα χρόνια έχει υποβαθμιστεί στη δημόσια συζήτηση σχετικά με την Καλαμάτα. Και αυτό δεν είναι άλλο από την πλήρη απουσία φροντίδας για την προστασία της βιομηχανικής κληρονομιάς. Και δεν είναι μόνο τα κτήρια, αλλά και ένα πλήθος από μηχανήματα και εργαλεία, τα οποία βρίσκονταν μέσα σε αυτά, αλλά είτε εγκαταλείφθηκαν σε κάποιες αποθήκες, είτε λεηλατήθηκαν μέσα στα ερειπωμένα κτήρια, είτε (ολίγα) έφθασαν σε μουσειακούς χώρους.
Αίφνης ο δήμος αγόρασε το σαπωνοποιείο-παγοποιείο Λιναρδάκη/Στρούμπου, σε μέρος του οποίου οικοδομήθηκε το 1ο Λύκειο (οδός Λυκούργου). Κάποιοι φίλοι έλεγαν τότε πως το παγοποιείο ήταν σε άριστη κατάσταση, πλην όμως τα μηχανήματα πήγαν σε κάποια αποθήκη με άγνωστη τύχη. Σημαντικά για τη βιομηχανική κληρονομιά ήταν και στοιχεία από το πυρηνελαιουργείο Λιναρδάκη (πρώην Σταματελάκη) στην Αρτέμιδος, που κατέληξε στο δήμο για να κατασκευαστεί εκεί το Μέγαρο Χορού. Κάποια ίσως πήγαν στο Μουσείο Ελιάς της Σπάρτης, τα περισσότερα οδηγήθηκαν επίσης σε αποθήκες. Και αναρωτιέται κανείς αν στο δήμο -του οποίου ήταν και περιουσία- υπάρχει πλήρης καταγραφή των στοιχείων που αποξηλώθηκαν και πού βρίσκονται όσα βιομηχανικά στοιχεία σώθηκαν. Η ιστορία του Μεγάρου Χορού θα συζητιέται για πολλά χρόνια και για διάφορους λόγους. Στο εν λόγω σημείωμα το ενδιαφέρον περιορίζεται στο γεγονός ότι για λόγους οι οποίοι ουδέποτε εξηγήθηκαν επαρκώς, δεν κρατήθηκε κανένα στοιχείο του παλιού συγκροτήματος. Μόνο οι φούρνοι διασώθηκαν που έπεφταν μακριά, αλλά μόνο “λειτουργική” δεν είναι η σχέση των κτηρίων, για πολλούς μοιάζουν με... ξεχασμένη μάντρα στην αυλή του Μεγάρου, είναι άγνωστο αν σε κάποια φάση αποκολλήθηκαν “κινητά” στοιχεία τους. Κάτι τέτοιο έχει γίνει άλλωστε στο Μουσείο Σιδηροδρόμων όπου στο τέλος έμειναν τα κουφάρια -καθώς πέρα από τις όποιες φθορές, λεηλατήθηκαν οι συρμοί, οι ατμομηχανές, ακόμη και οι δρεζίνες και χάθηκαν πολύτιμα αντικείμενα. Και αν αυτά έγιναν σε δημοτική περιουσία για την οποία υποτίθεται ότι υπήρχε ενδιαφέρον, μπορεί ο καθένας να φαντασθεί τι έχει γίνει σε περιπτώσεις ιδιωτικών κτηρίων, για τα οποία δεν επιδείχθηκε -για διάφορους λόγους- κανένα ενδιαφέρον από τους ιδιοκτήτες.
Από τον μεγάλο κτηριακό πλούτο απομένουν πλέον ελάχιστα δείγματα της «βιομηχανικής εποχής» στην Καλαμάτα. Κάθε τόσο μάλιστα όλο και κάποιο απομεινάρι κατεδαφίζεται “άνευ αντιστάσεως” για “αξιοποίηση” έτσι όπως γίνονται πλέον αντιληπτές οι “αξίες” στην εποχή μας. Και ίσως δεν υπάρχει κανένα από αυτά τα οποία “σώθηκαν”, που να μην χρησιμοποιείται απλώς ως «περιτύλιγμα» άδειο από τα βασικά του στοιχεία και τον βιομηχανικό του χαρακτήρα. Θα μπορούσε να διασωθεί ένα μέρος τουλάχιστον αυτής της κληρονομιάς; Μετά βεβαιότητος η απάντηση είναι «ναι», αν είχε επιδειχθεί γι' αυτά τα κτήρια το ανάλογο ενδιαφέρον που έδειξαν ο δήμος και η Πολιτεία για τις κατοικίες της περιόδου που ταυτίζεται με τη φάση του αστικού εκσυγχρονισμού στην πόλη και την οικονομία της. Είναι κάτι το οποίο διαπιστώνει ασφαλώς κάποιος εκ των υστέρων μιας και την εποχή που χαράσσονταν πολιτικές, το κεφάλαιο αυτό ήταν εκτός συζήτησης. Με μία εξαίρεση: Το παλιό κτήριο της καπνοβιομηχανίας «Καρέλια» που καταλαμβάνει ένα τετράγωνο και χαρακτηρίστηκε μετά τους σεισμούς ως χώρος για φοιτητική εστία, με αποτέλεσμα να υπάρξει δέσμευση για πολλές δεκαετίες. Εξ όσων έχουν διαρρεύσει, παλαιότερα είχε γίνει πρόταση στο Δήμο Καλαμάτας από τους ιδιοκτήτες ώστε να αξιοποιηθεί το κτήριο για την ανάπτυξη πολιτιστικών χρήσεων, υπήρχαν μάλιστα και κάποια προσχέδια. Για λόγους που δεν γνωρίζουμε η συζήτηση δεν έδωσε κάποια αποτελέσματα, και κατά έναν τρόπο χάθηκε η ευκαιρία να δημιουργηθεί ένας χώρος (και) για τη βιομηχανική ιστορία της πόλης.
Εν μέσω παρατεταμένης κρίσης ίσως κάποια πράγματα φαντάζουν «πολυτέλειες». Θεωρώ όμως ότι στη δημόσια συζήτηση για το μέλλον της πόλης έχουν θέση ακόμη και «πολυτελή» εκ πρώτης όψεως πράγματα. Γιατί ούτε η Ιστορία είναι πολυτέλεια ούτε, πολύ περισσότερο, η ανάδειξή της στο πλαίσιο της προσπάθειας προσέλκυσης επισκεπτών αλλά και δραστηριοτήτων. Η συζήτηση είναι αναγκαία και ακόμη περισσότερο η κατάθεση ιδεών για ένα τόσο σημαντικό κεφάλαιο. Το οποίο δεν έχει κλείσει, καθώς και κτήρια υπάρχουν αλλά και «υλικές μνήμες» της βιομηχανικής εποχής. Με ανάλογο τρόπο είχα επιχειρήσει σε σημείωμα πριν από αρκετά χρόνια να “τσιγκλήσω” τους άρχοντες για το σημαντικό αυτό κατά τη γνώμη μου κεφάλαιο. Δυστυχώς οι συζητήσεις περιστρέφονται στις πλακοστρώσεις και τις αναπλάσεις την ώρα που χάνεται ο “χαρακτήρας” της πόλης, η ιστορική συνέχεια και το βάθος. Το ανοιχτό μουσείο του Πάρκου Σιδηροδρόμων θα μπορούσε να είναι το επίκεντρο ενός συνόλου που θα αναδεικνύει τα εναπομείναντα στοιχεία της βιομηχανικής ιστορίας της πόλης. Με κτήρια που έχουν εγκαταλειφθεί όπως οι μύλοι “Ευαγγελίστρια” και το κτήριο που στέγασε τις υπηρεσίες της ΔΕΗ. Με κτήρια που αποτελούν ένα είδος “συνέχειας” όπως οι μύλοι Φεραδούρου και το Δημοτικό Θέατρο. Με χώρους όπου υπήρχαν σημαντικές λειτουργίες, όπως το Διοικητήριο και με κατάλληλη πληροφοριακή σήμανση. Με την αξιοποίηση του κτηριακού συγκροτήματος του σιδηροδρομικού σταθμού για τη φιλοξενία των τεκμηρίων αυτής της ιστορίας. Εναλλακτικά με την αξιοποίηση του χώρου των αποθηκών του λιμανιού που θα μπορούσε να είναι ένας ανοικτός στεγασμένος χώρος, όπου θα συναντούσε κάποιος τη βιομηχανική ιστορία περπατώντας από τη μια πλευρά της Παραλίας προς την άλλη. Και πόσα ακόμη δεν θα μπορούσαν να προκύψουν από έναν διάλογο από εκείνους που βλέπουν “διαφορετικά” την πόλη, όπως της αξίζει.