Τετάρτη, 17 Φεβρουαρίου 2021 13:50

Επί Τάπητος: Στο φως τα αρχαία της Υπαπαντής

Γράφτηκε από τον
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(2 ψήφοι)
Επί Τάπητος: Στο φως τα αρχαία της Υπαπαντής

Τα “καλά νέα” ήρθαν την προηγούμενη εβδομάδα με τη θετική γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου υπέρ της σωστικής ανασκαφής για την ανάδειξη των αρχαιοτήτων της Υπαπαντής.

Η απόφαση αυτή συνιστά μια νίκη της πόλης και των πολιτών που πήραν πάνω τους την υπόθεση. Και είναι το ελάχιστο που θα μπορούσε να γίνει για την ανάδειξη της ιστορικής πορείας από τις ομηρικές Φαρές μέχρι τη νεότερη Καλαμάτα. Ολο αυτό το διάστημα απέφυγα να απασχολήσω τη στήλη με το θέμα αυτό. Θα μου επιτρέψουν όμως σήμερα οι φίλοι αναγνώστες μια κατάθεση “επί προσωπικού” σχετικά με τα όσα έγιναν εδώ και 6 μήνες από τότε που εκδηλώθηκε η πρωτοβουλία “Σώστε τα αρχαία της Υπαπαντής”.
Η δυναμική της κοινωνίας μπορεί να φέρει εκείνο που στην πρώτη “ανάγνωση” φαίνεται ακατόρθωτο. Με αυτή την πεποίθηση πορεύομαι και ως “απόμαχος” από την “μάχιμη” ενασχόληση με την πολιτική και το δημόσιο χώρο. Η επιβεβαίωσή της ήρθε πριν λίγες ημέρες, όταν το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο αποφάσισε να εισηγηθεί στο υπουργείο Πολιτισμού την ανάδειξη των κλασικών αρχαιοτήτων στην περιοχή της Υπαπαντής, με την σωστική ανασκαφή στα σημεία που είχαν εντοπισθεί οι αρχαιότητες από τον Νίκο Γιαλούρη μετά από υπόδειξη του μπαρμπα-Γιάννη Ταβουλαρέα. Για 60+ χρόνια η υπόθεση αυτή απασχολούσε μικρούς κύκλους ανθρώπων που γνώριζαν και εκτιμούσαν τη σημασία των ευρημάτων. Τα όσα έγιναν τα τελευταία χρόνια και διεύρυναν τον κύκλο των ανθρώπων που ενδιαφέρονταν, είναι λίγο ως πολύ γνωστά. Αλλά και ατελέσφορα καθώς οι αλλεπάλληλες γραπτές παρεμβάσεις Καλαματιανών “έβρισκαν τοίχο”. Το βίωσα με την απήχηση και την απόρριψη ταυτόχρονα αμέτρητων άρθρων και σχολίων εδώ και 15 χρόνια τουλάχιστον. Μέχρι και το καλοκαίρι της πανδημίας που κάποια στιγμή πίστεψα πως όλα έχουν τελειώσει, καθώς η δημοτική αρχή με κεκτημένη ταχύτητα από την προηγούμενη, επιχειρούσε με το πρόσχημα της ανάπλασης να θάψει τις αρχαιότητες.
Είχα σηκώσει ψηλά τα χέρια, μου φαινόταν ακατανόητη η στάση των θεσμικών παραγόντων απέναντι στην ιστορία της πόλης. Κάποιοι φίλοι (μνημονεύω τη Βαγγελιώ και το Γιώργο για λόγους “τάξης”, θεωρώ ότι στην πολιτική του δημόσιου χώρου υπάρχει πάντα η ηθική διάσταση), πίεζαν επίμονα για μια “κινητοποίηση”. Αρνιόμουν γιατί έβλεπα τον τοίχο απέναντι στο “κλασικό” και σκεφτόμουν πως μπορούμε να τον μεριάσουμε με το “σύγχρονο”. Γνώριζα ότι υπήρχαν καλοί φίλοι Καλαματιανοί (μνημονεύω κατ’ οικονομίαν το Βασίλη και τον Ποτούλη που συζητούσαμε -και συζητούμε πολύ συχνά- το θέμα) που θα μπορούσαν να συνδράμουν στην προσπάθεια “ανοίγοντας” το θέμα σε περισσότερους Καλαματιανούς χωρίς προκαταλήψεις και υστεροβουλία. Και κάποια στιγμή στο “και πέντε” πήρα την πρωτοβουλία να ρισκάρουμε μια απόπειρα δημιουργίας “ψηφιακού κινήματος” για τη σωτηρία των αρχαιοτήτων. Ενα ηλεκτρονικό “ψήφισμα” τέθηκε στην κρίση φίλων (πραγματικών και της κοινωνικής δικτύωσης, πάντα μέσω αυτής), εγκρίθηκε και δημιουργήθηκε η ομάδα “Σώστε τα αρχαία τη Υπαπαντής”. Η ανάπτυξη ήταν ραγδαία, ήδη από τις πρώτες ημέρες έφθασαν αυθορμήτως τα μέλη τις 3.000 (δεν προσκλήθηκε κανένας πέραν εκείνων που εκδηλώσανε το ενδιαφέρον τους αρχικά), και η μεγάλη πορεία ξεκίνησε.
Η σελίδα της ομάδας στο FB δεν έγινε μόνον χώρος συνάντησης, αλλά και χώρος συνεννόησης, τεκμηρίωσης και αρχαιογνωσίας. Για πρώτη φορά η υπόθεση έφυγε από το στενό κύκλο των ιστοριόφιλων διανοουμένων της πόλης, έγινε κτήμα της κοινωνίας και κίνησε το ενδιαφέρον των συμπολιτών μας αλλά και ανθρώπων που πολλές φορές δεν είχαν καμία σχέση με την πόλη. Από εκεί και πέρα ένα πλήθος παραγόντων της δημόσιας ζωής, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, τάχθηκαν υπέρ της ανασκαφής, ενεργοποιήθηκαν δυνάμεις που εκπροσωπούν τους συμπολίτες μας στο Δημοτικό Συμβούλιο, ένα “ψηφιακό κίνημα πόλης” ξεπρόβαλε με μια δυναμική που μπορούσε να καθορίσει τις εξελίξεις. Η δράση μας βρήκε δίοδο στην κοινωνία και με τους “συμβατικούς” τρόπους, καθώς εφημερίδες, ορισμένα ραδιόφωνα και τηλεοράσεις εδώ και σε άλλα σημεία της χώρας φιλοξένησαν τις δράσεις μας. Μέσα από διαφορετικούς δρόμους και τρόπους κινητοποιήθηκαν άνθρωποι που έβαλαν “αθόρυβα” το δικό τους λιθαράκι στη μεγάλη προσπάθεια. Η κορύφωση ήρθε με τη “βουβή διαμαρτυρία” την ημέρα που επισκέφθηκε την πόλη η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, άρχισε η αλληλογραφία δήμου και υπουργείου εκεί που το θέμα πήγαινε για “επαναταφή”, η υπόθεση έφθασε στη Βουλή με πρωτοβουλία του Αλέξη Χαρίτση, η ιστορία “από κάτω” έφθασε πολύ ψηλά και δεν μπορούσε να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο.
Η ομάδα μέσω των μελών της πρόσφερε την τεκμηρίωση του “νέου” που ζητούσε το υπουργείο ως προϋπόθεση να “ανοίξει” πάλι το φάκελλο στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, αποκαλύπτοντας ότι οι αρχαιότητες δεν καταχώθηκαν αλλά μπαζώθηκαν και ότι η ηγεσία του τότε υπουργείου Παιδείας (όπου υπαγόταν η αρχαιολογική υπηρεσία) είχε υποσχεθεί ανάδειξη των αρχαιοτήτων (πριν τα φάει το χώμα). Οι μειοψηφίες έφεραν το θέμα στο Δημοτικό Συμβούλιο, η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ευαγγελία Μηλίτση-Κεχαγιά παρουσίασε σημαντικά στοιχεία καθώς μετά από τις αποκαλύψεις και την επιμονή βρέθηκε το αρχείο της ανασκαφής, πάρθηκε απόφαση για την ανάδειξη των αρχαιοτήτων (κατά πλειοψηφία στις... λεπτομέρειες) και το νερό μπήκε στο αυλάκι.
Χρειάστηκαν μήνες για να φθάσουμε στη νέα γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, η διαδικασία ήταν λεπτή και υπερέβαινε την ευκολία του πολιτικού σχολιασμού, έγινε μια μεγάλη προσπάθεια να μην “σβήσει” η φλόγα αλλά ταυτοχρόνως να μην εξελιχθεί η υπόθεση σε πολιτική αντιδικία, καθώς η φωτιά υπόβοσκε και την τροφοδοτούσε η βασανιστική διαδικασία και η δημόσια “απροθυμία” ενημέρωσης για την πορεία των πραγμάτων. Και έτσι φθάσαμε στη συνεδρίαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, με πλήρη φάκελο της υπόθεσης και θετική εισήγηση. Η γνωμοδότηση πλέον ήταν αναμενόμενη και ανοίγει το δρόμο για την ανάδειξη των αρχαιοτήτων της Υπαπαντής, αν και πρέπει να διανυθεί ακόμη δρόμος για τη μελέτη και τη χρηματοδότηση.
Ολη αυτή η πορεία δεν ήταν ευθύγραμμη. Πολλοί φίλοι είχαν αρχικά επιφυλάξεις για το κατά πόσον θα καταφέρουμε να δούμε φως στο τούνελ και δεν θα διαλυθεί η ομάδα μέσα από αντιπαραθέσεις. Προσωπικά πήρα υπόψη τις ανησυχίες και τις παρατηρήσεις, έγιναν διορθωτικές επεμβάσεις όπου χρειάστηκε, υπήρχαν στιγμές που κινηθήκαμε σε τεντωμένο σκοινί για να ισορροπήσουμε το θυμικό με το λογικό. Χωρίς να λείψουν κάποιες πικρίες, είτε εκδηλώθηκαν είτε εισπράχθηκαν υποδόρια, είναι αναπόφευκτο καθώς δεν στρογγυλεύουν πάντα οι γωνίες. Δεχθήκαμε επιθέσεις από “κεκράχτες” οι οποίοι προσπάθησαν να υπονομεύσουν την προσπάθεια με άθλιο τρόπο και προσωπικές στοχοποιήσεις. Αντιμετωπίσαμε την καχυποψία “αρχόντων” και την υπεροψία “αρμοδίων” καθώς η ομάδα και η δυναμική της τάραξαν νερά και υποχρέωσαν σε ανατροπές. Ξεκαθάρισα πολλές φορές ότι η υπόθεση των αρχαιοτήτων είναι υπόθεση της πόλης και της κοινωνίας. Η δική μας συμβολή εξαντλείται σε αυτό, τα εύσημα άλλωστε τα απαλλοτριώνει η εξουσία, οι σκαπανείς παραμένουν ανώνυμοι στην ιστορία. Γιατί δεν επιδιώκουν να γραφτούν τα δικά τους ονόματα σε αυτή, αλλά να γραφτεί η ιστορία και να έχουν την ηθική ικανοποίηση πως ήταν και αυτοί εκεί όταν κρινόταν η τύχη της.
Πρόκειται ασφαλώς για “προσωπικό απολογισμό” μιας πολύμηνης διαδικασίας που απαιτούσε χρόνο, εγρήγορση, λεπτούς χειρισμούς, υπομονή, επιμονή, αποφυγή τριβών και προσωπικών αντιπαραθέσεων. Στη δική σας κρίση αν έγιναν σωστά τα πράγματα, οι παρατηρήσει και οι υποδείξεις για το καλύτερο. Η κριτική δεν μειώνει τον κρινόμενο, τον τιμά και τον υποχρεώνει να σκέφτεται ακόμη περισσότερο...

* Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στο φέισμπουκ αλλά έκρινα σκόπιμο να το θέσω υπόψη και των φίλων αναγνωστών που δεν είναι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 17 Φεβρουαρίου 2021 10:34

NEWSLETTER