Χρονιά ιστορίας φέτος, ας πιάσουμε το νήμα της εξέλιξης από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν διαμορφώνονται οι οικιστικοί πυρήνες που καταλήγουν να γίνουν ένα ενιαίο πολεοδομικό συγκρότημα.
Σε αυτές τις περιπτώσεις οι απογραφές είναι εξαιρετικά χρήσιμες και ξεφυλλίζοντας τα αρχεία πέφτουμε πάνω στην απογραφή της εποχής του αστικού μετασχηματισμού της πόλης, η οποία έγινε το 1889. Η μετέπειτα ενιαία Καλαμάτα αποτυπώνεται σε πολύ ξεχωριστούς οικισμούς: Η πόλη “Καλάμαι” είχε πληθυσμό 10.696 κατοίκους, τα Καλύβια 436, το Αβραμιού 640, τα Μιχαλέικα 200, οι Καλάμαι Νέαι 697 τα Ταμπακέικα 72 και τα Γιαννιτζιάνικα 780 κατοίκους. Η πόλη συνωστιζόταν στην περιοχή γύρω από το Κάστρο και λίγο νοτιότερα μέχρι τους Αγίους Αποστόλους, τον Αγιο Νικόλαο (Φλαρίου) και κάπου μέχρι τη μετέπειτα Φαρών. Στη δυτική πλευρά του Νέδοντα τα Καλύβια ήταν γνωστά ήδη από την εποχή της Τουρκοκρατίας και καταγράφονται από περιηγητές ως η αγροτική περιοχή της πόλης με τους “χωρικούς” να μένουν στα “καλύβια” τους που έδωσαν και το όνομα. Στα περίχωρα της πόλης σχηματίζονταν από “εποίκους” τα χωριά Αβραμιού (ίσως να προϋπήρχε τοποθεσία με αυτό το όνομα από την εποχή της Φραγκοκρατίας), Μιχαλέικα (προφανώς κτητικό) στη δυτική πλευρά και Γιαννιτσάνικα (λόγω εποικισμού από κατοίκους της ορεινής Γιάννιτσας). Στην Παραλία είχε πλέον σχηματισθεί ανατολικά ο οικισμός που ονομάστηκε “Νέαι Καλάμαι”, κάτι το οποίο υποδηλώνει και το “καινούργιο” ως οικιστική περιοχή, ενώ δυτικά υπήρχε ο μικρός παλιός οικισμός Ταμπάκικα (από την παρουσία των βυρσοδεψείων). Δεν θα χρειαστεί βεβαίως να αναφέρουμε πως με τα δεδομένα εκείνης της εποχής οι αποστάσεις ήταν πολύ μεγάλες, καθώς η μετακίνηση γινόταν με τα πόδια και στην καλύτερη περίπτωση με άλογο ή γαϊδούρι. Βεβαίως υπήρχε και η... πολυτελής μετακίνηση με άμαξες, κυρίως από και προς την Παραλία.
Ενδεικτικό της αίσθησης για την “τριπολική” Καλαμάτα είναι δημοσίευμα του 1905 για τον... αγιασμό: “Υπό του Σεβασμιωτάτου Επισκόπου Μεσσηνίας κ. Μελετίου διετάχθησαν οι ιερείς της επισκοπής όπως κατά την παραμονήν των Θεοφανείων απόσχωσι του μέχρι τούδε ατόπου εθίμου του γενικού υπ’ αυτών αγιασμού της πόλεως, όστις θα ενεργηθή μόνον υπό των ιερέων της πόλεως, των Καλυβίων και της Παραλίας”. Στη θρησκευτική “διαταγή” υπάρχουν η πόλη, τα Καλύβια και η Παραλία, στη θέση της μετέπειτα ενιαίας Καλαμάτας.
Στην επόμενη απογραφή του 1907 η λογική εξέλιξη της πόλης παραμένει η ίδια, ενώ ο πληθυσμός αυξάνεται συνολικά και μεταβάλλεται διαφορετικά κατά περιοχή. Καταγράφονται 13.123 κάτοικοι στην Καλαμάτα, ο οικισμός “Καλύβαι και Πλεύνα” έχει πλέον 2.816, το Αβραμιού 231, η “Καλαμών Παραλία” 2.274 κατοίκους και τα Γιαννιτσάνικα 792 κατοίκους. Σε λιγότερο από 20 χρόνια οι μεταβολές είναι αξιοπρόσεκτες: Στη δυτική πλευρά πλέον υπάρχει ένας μεγάλος σε πληθυσμό και έκταση οικισμός που χαρακτηρίζεται “Καλύβαι και Πλεύνα”. Στην είσοδο της πόλης από δυτικά έχει δημιουργηθεί ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο που προσελκύει και νέους κατοίκους. Πρόκειται για την Πλεύνα, στο χώρο της οποίας γινόταν η πώληση των αγροτικών προϊόντων. Κατά τον Ανδρ. Σκιά δημιουργήθηκε γύρω στα 1880 και κάποιος της έδωσε το όνομα της βουλγάρικης πόλης Πλέβεν που ήταν πιο γνωστή στην ελληνική γραμματεία ως Πλεύνα και η οποία αποτελούσε σημαντικό εμπορικό κέντρο στη γειτονική χώρα. Γι' αυτό το λόγο λίγο ανατολικότερα υπήρχαν οι “Φόροι”, τοπωνύμιο που υπάρχει ακόμη και σήμερα κοντά στο νέο δημαρχείο. Μια νέα πόλη είχε αρχίσει να δημιουργείται από τα Καλύβια μέχρι την Πλεύνα, δίπλα στο δρόμο που ένωνε την πόλη με την ενδοχώρα και πάνω κυρίως από αυτόν, προς την οποία μετακινήθηκε μέρος του πληθυσμού από το Αβραμιού (κυρίως προς τη Ράχη της Πλεύνας, από την οποία έμεινε το πρώτο συνθετικό), ενώ “απορροφήθηκαν” και τα Μιχαλέικα. Προς το νότο είχε ήδη δημιουργηθεί ένας μεγάλος οικισμός καθώς είχε αρχίσει να λειτουργεί το λιμάνι και είχε αποκτήσει ακόμη και σιδηροδρομικό σταθμό.
Κάπως έτσι διαμορφωνόταν η μετέπειτα ενιαία Καλαμάτα, ενώ λόγω αυτών των χαρακτηριστικών κάποια στιγμή το 1911 δημιουργήθηκε αναταραχή όταν τέθηκαν τα κριτήρια για τη δημιουργία του νέου θεσμού των Κοινοτήτων, όπως διαβάζουμε στο “Θάρρος”:
“Η εφαρμογή του μετ’ ολίγον επιψηφιζομένου θεσμού των κοινοτήτων πρόκειται να επιφέρη τελείαν αναστάτωσιν εις τον Δήμον μας, αποκαλυφθείσα παρά του κ. Δημάρχου κατά το τελευταίον εις Αθήνας ταξείδιόν του. Κατά την τελευταίαν γενομένην απογραφήν των κατοίκων, η πόλις φέρεται ως έχουσα πληθυσμόν 13 περίπου χιλιάδων κατοίκων, και τούτο, διότι η Παραλία, τα Καλύβια, το Αβραμιού και άλλοι μικροσυνοικισμοί έχουν καταγραφεί κεχωρισμένως από την πόλιν, ως αποτελούντες δήθεν ιδίους συνοικισμούς ανεξαρτήτους της κυρίας πόλεως. Ούτω φέρεται ότι η Παραλία έχει πληθυσμόν 2.200 περίπου κατοίκων, τα Καλύβια άνω των 1.500, το Αβραμιού περί τους 1.000 και ούτω καθεξής. Συμφώνως προς την διαίρεσιν αυτήν, η οποία υπάρχει εις τους απογραφικούς πίνακας, πρέπει κατ’ ανάγκην η Παραλία, τα Καλύβια και το Αβραμιού, εφαρμοζομένου του θεσμού των Κοινοτήτων, να αποτελέσουν ιδίαν και χωριστήν έκαστος συνοικισμός Κοινότητα. Τοιουτοτρόπως ο Δήμος Καλαμών μένει μόνον με την πόλιν, ενώ γύρω του δημιουργείται απειρία Κοινοτήτων με ιδίαν κεφαλήν και ιδίαν κατεύθυνσιν εκάστη. Το υπουργείον μη γνωρίζον επακριβώς τα της πόλεώς μας, ρυθμίζει την εργασίαν καταμερισμού των Κοινοτήτων συμφώνως προς τα προαναφερθέντα. Η απόσπασις όμως αύτη εκ της πόλεως, συνοικιών αμέσως προς αυτήν συνδεομένων, με ποικίλα συμφέροντα των οποίων η πρόοδος εξαρτάται από την πρόοδον της πόλεως, όπως και αντιστρόφως, μέλλει να ζημιώση σπουδαίως και την πόλιν, πολύ δε περισσότερον τας εκ ταύτης αποχωριζομένας συνοικίας αίτινες διά της αυτοδιοικήσεώς των ταύτης δεν θα δύνανται να επαρκέσωσι οικονομικώς”. Σύμφωνα με το ίδιο ρεπορτάζ ο δήμαρχος Παν. Μπενάκης επρόκειτο να στείλει αναφορά με την οποία θα ζητούσε να μην εφαρμοσεί αυτό το σχέδιο γιατί “η Παραλία, τα Καλύβια και το Αβραμιού δεν είνε συνοικισμοί ανεξάρτητοι της πόλεως, αλλά συνοικίαι τούτης συνεχόμεναι μετ’ αυτής”.
Στον μεγάλο μέχρι τότε Δήμο Καλαμάτας περιλαμβάνονταν και οι γειτονικοί οικισμοί Γιαννιτσάνικα (ενσωματώθηκε στην Καλαμάτα γύρω στα 1970), Γιάννιτσα, Αράχωβα, Ασπρόχωμα, Καλάμι και Λέικα. Το ενδιαφέρον όμως των Καλαματιανών παραγόντων στρεφόταν στους οικισμούς γύρω από αυτήν, παρά το γεγονός ότι στον ενδιάμεσο χρόνο αναφοράς είχαν αγνοήσει την πραγματική έκταση της πόλης και επεδίωξαν να την “περιορίσουν” στο όριο του σχεδίου που εγκρίθηκε το 1905. Το οποίο όπως έχω ξαναγράψει είχε... απεριόριστη έκταση για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, αλλά “έβλεπε” μόνον προς την Παραλία. Εκταση που έμεινε “κενή” οικιστικά με περιβόλια, για περίπου 60 χρόνια, με σκόρπια σπίτια κυρίως ιδιοκτητών γης.
Τα λαϊκά στρώματα έβρισκαν φθηνότερες λύσεις γύρω από τους οικισμούς και οι κάτοικοι που συνέρρεαν από αγροτικές περιοχές κατευθύνονταν εκεί που βρίσκονταν συγγενείς, φίλοι και συμπατριώτες. Με αποτέλεσμα κατά περιοχές να έχει σχετικά ενιαία προέλευση, αλλά διαφορετική ανάλογα με τη θέση και τις σχέσεις με οικισμούς της ενδοχώρας. Ετσι τα χωριά γύρω από την πόλη και η ζώνη γύρω από αυτή σταδιακά έγιναν περιοχές αυθαιρέτων, ούτε πόλη ούτε χωριό, γειτονιές που απάγκιαζαν οι φτωχοί. Σταδιακά οι περιοχές αυθαιρέτων με τον πολλαπλασιασμό τους ενώθηκαν πρακτικά με τη νόμιμη οικιστικά περιοχή (δυτικά) ή επεκτάθηκαν και μακρύτερα από αυτή (ανατολικά). Και το “κενό” ανάμεσα σε πόλη και Παραλία γέμισε με πολυκατοικίες, αφού προηγουμένως είχαν καταργηθεί οι όποιες προβλέψεις για πράσινο και ελεύθερους χώρους. Κάπως έτσι γέμισε με κάθε είδους κατασκευές μια περιοχή αραιοκατοικημένη με διακριτούς οικισμούς και ταυτότητα, χωρίς ουσιαστικά σχέδιο, με βάση το τυχαίο και τις κάθε φορά συνθήκες. Είναι η εικόνα που “εισπράττουμε” κάθε φορά από ψηλά και υπενθυμίζει τον τρόπο με τον οποίο “αναπτύχθηκε” η ενιαία Καλαμάτα.
[Αεροφωτογραφία της Καλαμάτας στα τέλη της δεκαετίας του 1950-1960 όπως φαίνεται από το γεγονός ότι στο λιμάνι έχουν δέσει τα λίμπερτι λόγω της κρίσης του Σουέζ. Η πόλη δεν έχει “ενωθεί” ακόμη με την Παραλία. Εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο το σχέδιο του 1905 “κουμπώνει” τα αυτοτελή σχέδια πόλης των δύο περιοχών που είχαν κυρωθεί στα τέλη της δεκαετίας 1860-1870. Οι δρόμοι που οδηγούσαν προς την ακτή κάνουν γωνία και κάμπτονται έτσι ώστε να καταλήγουν κάθετα στο υπάρχον σχέδιο της Παραλίας και σε παράλληλη διάταξη όπως αυτή που είχαν οι δρόμοι της]