Δευτέρα, 05 Αυγούστου 2024 21:12

Η Μεσσήνη και το «δίπολο»

Γράφτηκε από τον

Η Μεσσήνη και το «δίπολο»

Του Ηλία Μπιτσάνη

Ημέρες … φυσικής επιστροφής στο γενέθλιο τόπο με αφορμή σειρά εκδηλώσεων και ευκαιρία για κάποιες σκέψεις καθώς η «πνευματική» παρουσία είναι συνεχής και με διάφορους τρόπους. Παρασκευή στη Μπούκα και Σάββατο στην Αρχαία Μεσσήνη, σημαντικές εκδηλώσεις, πλήθος κόσμου, κίνηση στους δρόμους. Και αναπόφευκτα το ζήτημα των υποδομών έρχεται στη συζήτηση κάθε φορά, καθώς δυσκολία και κίνδυνος είναι ορατά «μειονεκτήματα» στην πραγματική απόλαυση εκδηλώσεων και χώρων. Πάμε από… Μπούκα γιατί σχετικά με το δρόμο σύνδεσης με την Αρχαία Μεσσήνη έχουν εξαντληθεί όλα τα επιχειρήματα καθώς έχουμε να κάνουμε με το «αυτονόητο» που έχει πάψει να υπάρχει πλέον ως έννοια στον τόπο μας (και όχι μόνον).

Καλοκαίρι και η θάλασσα είναι προσφιλής προορισμός για όσους έχουν τη δυνατότητα να τη χαρούν. Και γράφω «για όσους», καθώς υπάρχουν περιορισμοί οι οποίοι έχουν να κάνουν με κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους -δεν είναι άλλωστε όλη η Ελλάδα... παραθαλάσσια. Η διέξοδος όμως προς τη θάλασσα ήταν ζητούμενο για κάθε περιοχή κοντά σε αυτήν. Ιδιαίτερα την εποχή κατά την οποία οι θαλάσσιες μεταφορές ήταν ζωτικής σημασίας για την τοπική οικονομία. Υπήρξαν εποχές κατά τις οποίες οι θαλάσσιες μεταφορές ήταν ο μόνος τρόπος μετακίνησης ανθρώπων και εμπορευμάτων. Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα δεν υπήρχαν ούτε δρόμοι ούτε τρένα και η θάλασσα έδινε λύση. Ετσι οι πόλεις που βρίσκονταν στο εσωτερικό αλλά σχετικά κοντά στη θάλασσα απέκτησαν “επίνεια” όπως λέγονται, λόγω της οικονομικής δραστηριότητας που αναπτυσσόταν γύρω από ένα λιμάνι. Καλαμάτα και Μεσσήνη είχαν διαφορετική πορεία σε αυτή την επιδίωξη, παρά το γεγονός ότι αρχικά είχαν τα ίδια περίπου χαρακτηριστικά.

Στην Καλαμάτα με Βασιλικό Διάταγμα το Νοέμβριο του 1860 εγκρίθηκε “... επί της παραλίας Καλαμών να συνοικισθεί πόλις φέρουσα την επωνυμίαν Νέαι Καλάμαι”. Μετά από 8 χρόνια, το 1868, εγκρίθηκε το πρώτο σχέδιο της Παραλίας, ενώ παράλληλα κατασκευάστηκε η σημερινή Αριστομένους, προκειμένου να συνδέσει την πόλη με το επίνειο. Οπως φαίνεται από την εξέλιξη, η διαδικασία αυτή είχε μια ορισμένη δυναμική που επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια. Η Παραλία είχε αρχίσει ήδη να αποκτά δραστηριότητες και πληθυσμό, κάτι που οδήγησε στην απόφαση για την ίδρυση “πόλεως” η οποία στη συνέχεια απέκτησε σχέδιο. Στη Μεσσήνη τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Δεν υπήρξε οίκηση στην περιοχή κοντά στην παραλία, παρά το γεγονός ότι υπήρχε λιμάνι ανάλογο με της Καλαμάτας, τα πλοία και στις δύο περιπτώσεις έδεναν στα ανοιχτά και υπήρχε μια πρόχειρη ξύλινη προβλήτα ή άνθρωποι και εμπορεύματα μεταφέρονταν με βάρκες. Παρ’ όλα αυτά επιχειρήθηκε δύο φορές να “στηθεί” μια νέα πόλη, αλλά και τις δύο τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά. Με Βασιλικό Διάταγμα τον Ιανουάριο του 1872 “συνίσταται συνοικισμός εις την θέσιν Μπούκα του Δήμου Παμίσου της Επαρχίας Μεσσήνης”. Επρόκειτο για οικισμό οριοθετημένο στην ανατολική πλευρά του σημερινού δρόμου. Με νέο Βασιλικό Διάταγμα το Σεπτέμβριο του 1882 “εγκρίνεται η σύστασις συνοικισμού κατά το δυτικό μέρος της παραλίας Μεσσήνης του Δήμου Παμίσου της Επαρχίας Μεσσήνης”.

Οι απόπειρες έγιναν με διαφορετικές κυβερνήσεις (Βούλγαρη - Κουμουνδούρου και μετά Τρικούπη), με τον ίδιο στόχο και με τα ίδια κίνητρα: Εδιναν δωρεάν 500 βασιλικά τετραγωνικά μέτρα στους ενδιαφερόμενους, είχαν συνταχθεί μάλιστα και σχέδια σύμφωνα με το νόμο ΡΜΘ του 1866, σύμφωνα με τον οποίο “επιτρέπεται η σύστασις συνοικισμού εις τόπους οι οποίοι ήθελον κριθή κατάλληλοι προς τούτο μετά προηγουμένην γνωμοδότησιν επιτροπής συνισταμένης υπό της διοικητικής αρχής, του οικονομικού εφόρου, του αρμοδίου μηχανικού, του δημάρχου, του προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου και ενός ιατρού”. Επρόκειτο ουσιαστικά για δημόσια περιουσία και η δημιουργία οικισμού προέβλεπε χώρους για πλατείες και δημοτικά καταστήματα αλλά και πώληση... φιλέτων γύρω από τις πλατείες, που είχαν εμπορική αξία για να χρηματοδοτηθούν τα έργα υποδομής του οικισμού. Και στις δύο περιπτώσεις η απόπειρα συνοικισμού της Μπούκας απέτυχε και οι παράγοντες είναι διάφοροι. Κατ’ αρχήν επρόκειτο για βαλτώδη περιοχή, η οποία έγινε καλλιεργήσιμη όταν έγιναν διευθετήσεις τόσο του Παμίσου όσο και των ρεμάτων της περιοχής. Κατά δεύτερον δεν προϋπήρχε οικονομική δραστηριότητα σε τέτοια έκταση, από την οποία να προέκυπτε η ανάγκη οργανωμένης δόμησης στην παραλία. Και τρίτον οι “μέτοικοι” δεν διέθεταν περιουσίες στη γύρω περιοχή, έτσι ώστε να αναπτύξουν κάποια δραστηριότητα. Ετσι και στις δύο περιπτώσεις οι απόπειρες έπεσαν στο κενό και στην περιοχή, κυρίως κοντά στις εκβολές του Παμίσου, δεν υπήρχαν παρά μόνο ψαροκαλύβες ως πρόχειρα καταλύματα των ανθρώπων που ασχολούνταν με το ψάρεμα για βιοποριστικούς λόγους. Ενώ στη συνέχεια από τη δεκαετία 1930-1940 η παραλιακή ζώνη κατοικήθηκε προσωρινά τα καλοκαίρια από τους ντόπιους που έσπευδαν να στήσουν τις καλύβες τους.

Τα χρόνια πέρασαν, οι συνθήκες άλλαξαν ριζικά, ήρθε το Γενικό Πολεοδομικό, αλλά η οίκηση είναι σε... αναμονή. Αιτήματα υπάρχουν, προσδοκίες καλλιεργούνται σε διάφορες κατευθύνσεις, αλλά η “έξοδος” της πόλης προς τη θάλασσα παραμένει ως ζητούμενο. Στην περιοχή κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις κάποια στιγμή θα αναπτυχθεί μια ορισμένη τουριστική δραστηριότητα μικρότερης ή μεγαλύτερης κλίμακας. Το ερώτημα είναι πώς αυτό αντιστοίχως θα μεταφραστεί σε όφελος για την οικονομική δραστηριότητα και τη ζωή στην πόλη. Κάτι που προϋποθέτει αντιστρόφως τη σύνδεση της παραλιακής ζώνης με την πόλη. Αυτονόητα δεν υπάρχουν ούτε απλουστευτικές συνεπαγωγές. Πολλά θα εξαρτηθούν από τις υποδομές και εν προκειμένω από την επαρκή και ασφαλή σύνδεση της παραλιακής ζώνης με την πόλη, αλλά και τις υποδομές υποδοχής σε αυτήν. Οι “νέοι κάτοικοι”, εποχικοί ή μόνιμοι, δεν πρόκειται να έχουν συναισθηματικούς δεσμούς με την πόλη και ως εκ τούτου οι οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις που ενδεχομένως θα αναπτύξουν θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από τη δυνατότητα εύκολης πρόσβασης αλλά και την ελκυστικότητα της τοπικής αγοράς. Αν δεν συντρέξουν αυτές οι προϋποθέσεις η περί “τουριστικής ανάπτυξης” συζήτηση είναι χωρίς ενδιαφέρον και νόημα, εκτός βεβαίως των ιδιοκτητών οι οποίοι θα αξιοποιήσουν παραθαλάσσια ακίνητα. Ενώ θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι κατά βάση οι μεγάλες μονάδες αποτελούν από τον τρόπο λειτουργίας τους προορισμό και η διάχυση στην περιοχή ορισμένων ωφελημάτων μπορεί να γίνει μόνο με την παροχή υψηλής ποιότητας υπηρεσιών και μάλιστα σε σημεία που σήμερα ενδεχομένως δεν είναι “ορατά”. Η (οποιαδήποτε) πόλη δεν αποτελεί από μόνη της “μαγνήτη” και αν δεν λειτουργήσει ως τέτοια το τυχόν όφελος θα οδηγηθεί σε άλλους προορισμούς. Ως εκ τούτου η υπόθεση “τουριστική ανάπτυξη” απαιτεί πολυεπίπεδο σχεδιασμό που ξεφεύγει από την τρέχουσα διαχείριση.

Προϋπόθεση σε κάθε περίπτωση είναι η ασφαλής σύνδεση της παραλιακής ζώνης με την πόλη. Και κάτι τέτοιο είναι αδύνατον να γίνει αν δεν γίνει ριζική επέμβαση στο δρόμο που οδηγεί στο παλιό Τελωνείο, ώστε να αποκτήσει σύγχρονα χαρακτηριστικά. Διαπλάτυνση του υπάρχοντος, βελτίωση γεωμετρικών χαρακτηριστικών ή νέα χάραξη σε δύσκολα σημεία, ηλεκτροφωτισμός, αντιπλημμυρική προστασία, δενδροφυτεύσεις κατά μήκος. Ενας δρόμος που θα διαθέτει και ασφαλή λωρίδα ποδηλατόδρομου καθώς οι μηδαμινές κλίσεις αποτελούν ιδανική συνθήκη για χρήση ποδηλάτου που αυξάνεται συνεχώς από τους επισκέπτες (φυσικά και τους ντόπιους) και λύνει το πρόβλημα της μετάβασης στην πόλη χωρίς την… ταλαιπωρία του αυτοκινήτου. Μια τέτοια υποδομή εκ των πραγμάτων διευκολύνει την ανάπτυξη δραστηριοτήτων κατά μήκος του άξονα και μπορεί να αλλάξει τη χωροταξία και τον πολεοδομικό προσανατολισμό. Ενώ παράλληλα απομειώνει τους «κινδύνους» μετατόπισης τέτοιων δραστηριοτήτων σε άλλες κατευθύνσεις από την αναγκαία ήπια παραλιακή σύνδεση της Δυτικής Παραλίας Καλαμάτας. Μια υποδομή της οποίας η αναγκαιότητα έχει επισημανθεί από τη στήλη εδώ και πολλά χρόνια. Και έχουν ακολουθήσει υποσχέσεις και εξαγγελίες ανεκπλήρωτες.

Ο δρόμος αυτός θα έπρεπε να έχει γίνει χθες, για λόγους οι οποίοι δεν είναι του παρόντος, όχι μόνον δεν έγινε αλλά επί της ουσίας εγκαταλείφθηκε σε εποχές που τα πράγματα ήταν πιο εύκολα. Θεωρώ ότι οι έχοντες την ευθύνη για το μέλλον της πόλης θα πρέπει να επανασχεδιάσουν τη σύνδεση της πόλης με την παραλία και ταυτοχρόνως να απαιτήσουν την ταχεία προώθηση της σύνδεσης με την Αρχαία Μεσσήνη. Σε χρόνο που… δεν πάει εύκολα το μυαλό, είχα βάλει στη δημόσια συζήτηση το «αναπτυξιακό δίπολο» την πόλη: Μπούκα, Αρχαία Μεσσήνη. Φυσικά με άλλους όρους καθώς αυτό έγινε το 1978, όταν είχα γράψει το πρόγραμμα του συνδυασμού του δημάρχου Δημ. Κούτσικα καθώς τον υποστήριζε τότε το ΚΚΕ που επέμενε στη λογική του «προγράμματος» και των δεσμεύσεων. Αυτό το δίπολο παραμένει «ζωντανό», εξαιρετικά ελκυστικό αλλά θα ήταν αφελές να πιστεύει κάποιος ότι… θα λειτουργήσει μόνο του. Οι συνδέσεις με την πόλη είναι ένα από τα κρίσιμα ζητήματα καθώς θα δημιουργηθούν άλλες που θα «απορροφήσουν» την προσδοκώμενη ωφέλεια (σκεφτείτε πέραν των άλλων τη σύνδεση του αρχαιολογικού χώρου με τον αυτοκινητόδρομο). Το άλλο κρίσιμο πρόβλημα είναι ένα ερώτημα: «Τι μπορεί να προσφέρει η πόλη έτσι ώστε να “τραβήξει” τον επισκέπτη;». Και εδώ θα πρέπει να απαντήσουν τόσο ο δήμος (υποδομές και εκδηλώσεις εμβέλειας), όσο και οι ιδιώτες (με την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν).

 

Τελευταία τροποποίηση στις Τρίτη, 06 Αυγούστου 2024 01:43