Δευτέρα, 12 Φεβρουαρίου 2018 12:04

Κυβερνώντας το βάλτο της στασιμότητας

Γράφτηκε από τον

Κυβερνώντας το βάλτο της στασιμότητας

Ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κυβέρνηση εκμεταλλευόμενος το κύμα δυσαρέσκειας που προκάλεσε η άτυπη χρεοκοπία του 2010, καθώς το θυμωμένο εκλογικό σώμα τιμώρησε το δικομματικό σύστημα του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας που δεν μπορούσε πια να εξασφαλίσει νέα δανεικά άνευ όρων.

Ουσιαστικά στις κάλπες, το εκλογικό σώμα καταψήφισε το ΠΑΣΟΚ (κυρίως) και τη Νέα Δημοκρατία, δίνοντας ψήφο ανοχής στον ΣΥΡΙΖΑ (κυρίως) και τους ΑΝΕΛ. Αυτά τα γνωρίζει πολύ καλά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και γι' αυτό προσπαθεί να διατηρηθεί στην εξουσία θυμίζοντας στους ψηφοφόρους τις αμαρτίες του παλιού δικομματισμού - αφού στην άλλη άκρη της πολιτικής σκηνής η αντιπολίτευση δεν έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να θέσει στην πολιτική ατζέντα τα θέματα που θα της πρόσφεραν τη θετική ψήφο των πολιτών.

Συγκεκριμένα, η Νέα Δημοκρατία, που είναι ο μεγάλος πολιτικός αντίπαλος του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει καταφέρει ως τώρα να προβάλει όσο χρειάζεται το αίτημα αλλαγής του ελληνικού οικονομικού μοντέλου (φιλικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις, μείωση φορολογίας και κρατικών δαπανών κ.λπ.) και ακολουθεί περισσότερο την πεπατημένη, περιμένοντας να πέσει η κυβέρνηση από τα λάθη της σαν «ώριμο φρούτο». Με τη σειρά της λοιπόν και η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας φιλοδοξεί να εκμεταλλευτεί την αρνητική ψήφο των πολιτών που θεωρούν πολιτική προτεραιότητα την απομάκρυνση του ΣΥΡΙΖΑ από την εξουσία, γι' αυτό και τονίζει περισσότερο τα κυβερνητικά λάθη παρά το δικό της πρόγραμμα.

Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι τόσο η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ όσο και της Νέας Δημοκρατίας βασίζονται κυρίως στα τρωτά σημεία του αντιπάλου. Ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά το ναυάγιο της διαπραγμάτευσης του 2015 και την αδυναμία εφαρμογής του «προγράμματος της Θεσσαλονίκης», δύσκολα θα βρει ψηφοφόρους που θα πιστέψουν τις νέες υποσχέσεις του. Εχει όμως βάσιμες ελπίδες να διατηρηθεί στην κεντρική πολιτική σκηνή αν πείσει μεγάλο ποσοστό του εκλογικού σώματος πως η Νέα Δημοκρατία παραμένει ένα συντηρητικό κόμμα «βαρόνων» που δεν θέλει και δεν μπορεί να κάνει μεταρρυθμίσεις. Την ίδια στιγμή η Νέα Δημοκρατία βλέπει πως έχει περισσότερες ελπίδες να κερδίσει κεντρώες και κεντροαριστερές ψήφους προβάλλοντας ως αντιδημοκρατικές τις πολιτειακές ακροβασίες της κυβέρνησης, αντί να προσπαθήσει να πείσει το εκλογικό σώμα πως οι «βαρόνοι» και η συντηρητική πτέρυγα του κόμματος θα στηρίξουν απρόσκοπτα τις ριζικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για να μην παραμένουν αναξιοποίητες οι δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας.

Είναι πολιτικά καταδικαστέα η στρατηγική της αρνητικής ψήφου; Οχι, δεν είναι. Ομως μετά από 10 χρόνια ύφεσης, είναι μάλλον απίθανο να κάνει τις πράγματι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις μια κυβέρνηση που κατέκτησε την εξουσία προβάλλοντας τα μειονεκτήματα των πολιτικών της αντιπάλων. Αντιθέτως, μόνο μια ισχυρή κυβέρνηση, η οποία θα έχει πείσει προηγουμένως τους πολίτες ότι δεν υπάρχει επιστροφή στον 20ό αιώνα, θα μπορέσει να ασκήσει την πολιτική που απαιτείται για την ικανοποίηση των αναγκών του 21ου αιώνα. Και σύμφωνα με τις ενδείξεις των δυο πρώτων δεκαετιών του 21ου αιώνα, η διεύρυνση των δημοκρατικών θεσμών με παράλληλη οικονομική ανάπτυξη δεν αποτελεί μόνο ζητούμενο, αλλά θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές συγκρούσεις, τόσο σε εγχώριο επίπεδο όσο και στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα.

Σε κάθε περίπτωση οι οικονομικές θεωρίες των περασμένων αιώνων δεν μπορούν ούτε καν να περιγράψουν -πόσο μάλλον μπορούν να ερμηνεύσουν- τον σημερινό πολύπλοκο κόσμο, στον οποίο η δικτατορική κυβέρνηση της Κίνας εγγυάται την οικονομική ελευθερία των επιχειρήσεων και ζητά επέκταση του διεθνούς εμπορίου, ενώ την ίδια ώρα η δημοκρατική κυβέρνηση των ΗΠΑ μην μπορώντας να πετύχει τους επιδιωκόμενους αναπτυξιακούς ρυθμούς συζητά την επιβολή περιορισμών στην επιχειρηματική δράση και το διεθνές εμπόριο.

Σε έναν κόσμο όπου αποδείχτηκε πια πως ο σοσιαλισμός και ο καπιταλισμός μπορούν να λειτουργήσουν τόσο σε δημοκρατικά καθεστώτα (η σοσιαλδημοκρατική Σουηδία και η καπιταλιστική Ελβετία αποτελούν δύο από τους καλύτερους πρεσβευτές των δυο συστημάτων) όσο και σε αυταρχικά καθεστώτα (η Σοβιετική Ενωση και δυτικές δικτατορίες αποτελούν τυπικά παραδείγματα προς αποφυγήν), είναι μάλλον ανούσιο να συζητάμε με όρους Δεξιάς και Αριστεράς για το ιδανικό μοντέλο του 21ου αιώνα.

Οσο λοιπόν τα ελληνικά κόμματα συνεχίζουν να αναφέρονται στις ανάγκες του περασμένου αιώνα, εκφράζοντας κυρίως τα νοσταλγικά συναισθήματα των συνταξιούχων (που είναι η μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα του εκλογικού σώματος), τόσο θα βουλιάζουν στο βάλτο της στασιμότητας οι δημοκρατικοί θεσμοί και οι παραγωγικοί συντελεστές της ελληνικής οικονομίας. Μαζί τους εννοείται ότι θα βυθίζονται στην κλίμακα της διεθνούς κατάταξης όλοι οι δείκτες που απεικονίζουν την πρόοδο της Ελλάδας έναντι των γειτόνων της που επέλεξαν άλλους δρόμους για να πορευτούν οικονομικά και πολιτικά.

Από εκεί και πέρα είναι μόνο θέμα χρόνου να μας προσπεράσουν στον αγώνα της ανάπτυξης οι γείτονες χώρες που στο τέλος του 20ού αιώνα ούτε που είχαν διανοηθεί να αμφισβητήσουν την ελληνική πρωτοκαθεδρία. Και οι εκλεγμένες με αρνητική ψήφο κυβερνήσεις αποτελούν «εγγύηση» για ακόμα μεγαλύτερη διολίσθηση, μέχρι τον πάτο ενός ολιγαρχικού αντιδημοκρατικού καθεστώτος (με εθνικιστική ή σοσιαλιστική μάσκα), που θα απολέσει όσα με κόπο κατακτήθηκαν τον 20ό αιώνα.

Μακάρι σύντομα να δούμε στον πολιτικό ορίζοντα σημάδια αναστροφής αυτής της πορείας. Μέχρι τώρα όμως βλέπουμε μόνο ανησυχητικές ενδείξεις και κόμματα που αγωνιούν απλώς για το ποιο θα κυβερνήσει αυτόν το βάλτο της στασιμότητας.

Θανάσης Λαγός

Εmail: lathanasis@yahoo.gr

 

Τελευταία τροποποίηση στις Κυριακή, 15 Ιουλίου 2018 19:10