Εννοείται ότι κάθε ουσιαστική συζήτηση τόσο για την οικονομική ανάπτυξη όσο και για την αναδιανομή του εισοδήματος πρέπει να γίνεται με βάση αυτά τα στοιχεία, για το έτος 2022, που ανακοίνωσε χθες η Ελληνική Στατιστική Αρχή. Αντιθέτως, αν συνεχίσουμε να συζητάμε με βάση τις οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες του περασμένου αιώνα, όταν η μισή Ελλάδα ζούσε σε μικρά χωριά, πολύ φοβάμαι ότι σύντομα θα βρεθούμε μπροστά σε οδυνηρά αδιέξοδα, πολύ χειρότερα από αυτά που βιώσαμε κατά τη διάρκεια της μεγάλης ύφεσης μετά τη χρεοκοπία του 2010. Έτσι κι αλλιώς, όταν τα 2/3 της παραγωγής έχουν έδρα την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, κάθε συζήτηση περί αποκέντρωσης είναι ανώφελη και ανούσια, αφού ο πληθυσμός πάντα μετακινείται προς τις περιοχές που έχουν ανεπτυγμένη παραγωγική δραστηριότητα.
Ας δούμε αναλυτικά όμως πού παράγεται το ΑΕΠ της Ελλάδας: Η Αττική παράγει το 48,1% του ΑΕΠ της Ελλάδας, η Κεντρική Μακεδονία το 13,9%, η Κρήτη το 5,04%, η Θεσσαλία το 5,04%, η Στερεά Ελλάδα το 4,8%, η Δυτική Ελλάδα το 4,4%, η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη το 3,6%, το Νότιο Αιγαίο το 3,1%, η Δυτική Μακεδονία το 2,06%, η Ήπειρος το 2%, τα Ιόνια Νησιά το 1,6% και το Βόρειο Αιγαίο το 1,3%. Οι αριθμοί δείχνουν ότι οι περισσότερες Περιφέρειες είναι οικονομικά μη βιώσιμες χωρίς αναδιανομή του εισοδήματος που δημιουργείται στην Αττική και την Κεντρική Μακεδονία. Επίσης, αν και δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, όλοι γνωρίζουμε ότι και δεκάδες μικροί δήμοι είναι οικονομικά μη βιώσιμοι χωρίς γενναία αναδιανομή του εισοδήματος. Η εποχή που ο κατακερματισμένος αγροτικός κλήρος της υπαίθρου έτρεφε τα αστικά κέντρα, έχει περάσει ανεπιστρεπτί, αλλά δεν θέλουν να το παραδεχτούν ούτε οι πολιτικοί ούτε οι πολίτες.
Για αυτό σχεδόν το σύνολο των κοινωνικών εταίρων εξακολουθεί να διεκδικεί υποδομές και δομές, που δεν υπηρετούν τις σύγχρονες οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες. Στο επίκεντρο αυτών των αναχρονιστικών διεκδικήσεων βρίσκονται πάντα μεγάλα έργα υποδομών, που για να είναι βιώσιμα και αναπτυξιακά πρέπει να εξυπηρετούν πληθυσμό πολλαπλάσιο από αυτόν που κατοικεί πλέον στην ελληνική περιφέρεια. Υπενθυμίζουμε ότι από το 2014 μέχρι πέρυσι τον Αύγουστο, λόγω χαμηλής κυκλοφορίας στον αυτοκινητόδρομο Α7, είχαν καταβληθεί στην «Μορέας Α.Ε.» επιδοτήσεις 353,3 εκατ. ευρώ.
Κανένας όμως δεν αναρωτιέται ποιος θα πληρώσει τα μεγάλα έργα υποδομών, που διεκδικούν «πάση θυσία» οι τοπικές κοινωνίες. Ακόμα και όσοι γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει… λεφτόδεντρο, φοβούνται να συγκρουστούν με τις τοπικές κοινωνίες και όσους υιοθετούν άκριτα και χωρίς καμία ιεράρχηση τα αιτήματά τους. Αν και όλοι γνωρίζουμε λοιπόν ότι η άκριτη υιοθέτηση παράλογων αιτημάτων οδήγησε στη χρεοκοπία του 2010, κανένας δεν τολμά να συγκρουστεί με όσους ουσιαστικά διεκδικούν να θυσιαστεί η Ελλάδα για ένα έργο υποδομής που υπηρετεί την προπολεμική οικονομία της περιφέρειας