Σε απόλυτους αριθμούς, η διαχείριση της ακίνητης περιουσίας συνεισφέρει στην ΑΠΑ της Μεσσηνίας 401 εκατ. ευρώ, ενώ ο πρωτογενής τομέας 251 εκατ. ευρώ. Θεωρητικώς, λοιπόν, η οικονομική, πολιτική και πνευματική ηγεσία της Μεσσηνίας θα έπρεπε να δίνει μεγαλύτερη σημασία στην ακίνητη περιουσία που συνεισφέρει το 1/5 της ΑΠΑ και μικρότερη στον πρωτογενή τομέα που συμβάλλει λιγότερο. Μια γρήγορη έρευνα, όμως, τόσο στις ερωτήσεις των Μεσσήνιων βουλευτών όσο και στα ρεπορτάζ του τοπικού Τύπου αναφορικά με τα αιτήματα της μεσσηνιακής κοινωνίας, είναι αρκετή για να διαπιστώσουμε ότι ο πρωτογενής τομέας σχεδόν μονοπωλεί το ενδιαφέρον τόσο της ηγεσίας όσο και των πολιτών.
Για ποιο λόγο, λοιπόν, τα φώτα της δημοσιότητας είναι στραμμένα στον πρωτογενή τομέα, ενώ η ακίνητη περιουσία είναι σημαντικότερη πηγή πλούτου; Λόγω συνήθειας από τους αιώνες που ο αγροτοκτηνοτροφικός κλάδος παρήγαγε το μεγαλύτερο ποσοστό του μεσσηνιακού ΑΕΠ; Για ψηφοθηρικούς λόγους, επειδή οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι είναι περίπου το 20% του εκλογικού σώματος; Επειδή τα στοιχεία για τη σύνθεση της ΑΠΑ διέλαθαν την προσοχή της πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής ηγεσίας; Επειδή θεωρείται ηθική η παραγωγή πλούτου στον πρωτογενή τομέα και ανήθικη η αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας;
Προφανώς συντρέχουν όλοι οι παραπάνω λόγοι, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η υπερβολική ενασχόληση και εναπόθεση ελπίδων στον πρωτογενή τομέα οφείλεται σε έναν βαθύ κοινωνικό συντηρητισμό που έχει τις ιδεολογικές του ρίζες στη θεωρία του… παλιού καλού καιρού. Σύμφωνα με αυτό το αρχέτυπο, ο κόσμος ήταν ηθικός και δίκαιος όταν ζούσε σε αγροτικές κοινότητες, αλλά διαφθάρηκε από τον καπιταλισμό και το ελεύθερο εμπόριο. Στην πραγματικότητα, πίσω από τη νοσταλγία ενός ανύπαρκτου παρελθόντος με δυσκολία κρύβεται η εξιδανίκευση των νεανικών χρόνων μιας γερασμένης κοινωνίας. Και φυσικά, αυτή η κοινωνία θα βγει από τον βάλτο της στασιμότητας, μόνο αν, αφήνοντας στην άκρη τις εμμονές και τις αγκυλώσεις, αξιοποιήσει τους πόρους που παράγουν πλούτο.