Ούτε προχωρούν κανονικά ούτε ακυρώνονται. Παραμένουν σε αναμονή. Κι αυτό λέει πολλά για την ικανότητα υλοποίησης του κράτους και της αυτοδιοίκησης. Οι διαδικασίες επαναλαμβάνονται σχεδόν μηχανικά: Μελέτες που χρειάζονται ε
πικαιροποίηση, διαγωνισμοί που μπλοκάρουν σε προσφυγές, υπηρεσίες που αλληλογραφούν χωρίς σαφή χρονοδιαγράμματα, αποφάσεις που μετατίθενται για αργότερα. Το αποτέλεσμα είναι συγκεκριμένο. Υποδομές που θα έπρεπε να λειτουργούν παραμένουν εργοτάξια σε αναμονή, ενώ η πόλη ακούει διαρκώς ότι «τα χρήματα υπάρχουν» χωρίς να βλέπει ουσιαστική βελτίωση στην καθημερινότητά της. Το ζήτημα έχει καθαρά διοικητικό χαρακτήρα και αφορά την αδυναμία της δημόσιας διοίκησης να περάσει με συνέπεια από την έγκριση στην εκτέλεση, να συντονίσει υπηρεσίες, να προβλέψει εμπόδια και να τηρήσει σαφή χρονοδιαγράμματα.
Κάθε καθυστέρηση αυξάνει το κόστος, φθείρει την εμπιστοσύνη των πολιτών και περιορίζει το αναπτυξιακό αποτύπωμα των έργων. Στο Δημοτικό Στάδιο, οι παρεμβάσεις συζητούνται επί χρόνια, με αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις και αλλαγές προτεραιοτήτων. Στο Δικαστικό Μέγαρο, μια αναγκαία αναβάθμιση περνά από κύκλους εγκρίσεων και προσφυγών, ενώ όλοι αναγνωρίζουν ότι το κτήριο δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες. Στο μεταξύ, εργαζόμενοι και πολίτες εξυπηρετούνται σε υποδομές κατώτερες των περιστάσεων.
Η δημόσια συζήτηση συχνά εστιάζει στο ποιος ενέταξε το έργο, ποιος υπέγραψε τη χρηματοδότηση και ποιος ανέλαβε την πολιτική ευθύνη. Το κρίσιμο ερώτημα βρίσκεται αλλού: Ποιος μπορεί να το ολοκληρώσει έγκαιρα και αξιόπιστα; Γιατί χωρίς αυτή την ικανότητα, οι χρηματοδοτήσεις μένουν αριθμοί και οι υποσχέσεις φράσεις σε δελτία Τύπου. Η αξιοπιστία της εξουσίας κρίνεται στην παράδοση των έργων και όχι στην ανακοίνωσή τους. Εκεί δοκιμάζεται καθημερινά η σχέση κράτους, αυτοδιοίκησης και κοινωνίας, με τους πολίτες να πληρώνουν το τίμημα της καθυστέρησης σε χρόνο, ποιότητα υπηρεσιών και χαμένες ευκαιρίες ανάπτυξης. Εκεί κρίνεται τελικά αν το κοινό καλό προηγείται ή απλώς το επικαλούνται.
