Η καλή τιμή όμως σκέπασε κάπως τα πραγματικά προβλήματα στον συγκεκριμένο τομέα, καθώς η άνοδός της ήταν συγκυριακή και είχε να κάνει με τις διαθέσιμες ποσότητες στη διεθνή αγορά. Οπως ανέβηκε, έτσι μπορεί να ξαναπέσει - και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ποια θα είναι η νέα ισορροπία. Οταν ένα προϊόν πωλείται κατά βάση ως πρώτη ύλη και όχι ως τελικό... τα πάντα μπορούν να συμβούν.
Το ζήτημα λοιπόν που πρέπει σταθερά να απασχολεί τους πάντες είναι πώς το ελαιόλαδο της Μεσσηνίας θα κατακτήσει αγορές ως ένα επώνυμο τελικό προϊόν, που θα ταξιδεύει μέσα σε μπουκάλια και όχι σε βυτία. Το καλό είναι ότι ξέρουμε τι πρέπει να γίνει για να έχει μέλλον το προϊόν του τόπου μας. Το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρουμε πώς μπορεί αυτό να επιτευχθεί. Δεν υπάρχει δηλαδή ένα συγκεκριμένο πλάνο, μια συνταγή επιτυχίας. Ο καθένας έχει να προτείνει ένα δρόμο, κατά την άποψη του σωστό, για να επιτευχθεί ο στόχος - αλλά οι προτάσεις και τα πρέπει είναι τόσα πολλά που τελικά δεν γίνεται τίποτα.
Το βασικό πρόβλημα είναι ότι, εδώ και χρόνια, όλες οι προτάσεις γυρίζουν γύρω από αυτά που πρέπει να κάνει το κράτος. Εχουν δηλαδή ως βασικό παράγοντα το ρόλο του κράτους, από το οποίο ο καθένας ζητά να κάνει εκείνο, το άλλο, το δείνα... Ολα αυτά τα χρόνια όμως ελάχιστοι αναρωτήθηκαν «μα τι λέμε; Ποιο κράτος να κάνει τι, σε συνεργασία με ποιους συνεταιρισμούς, και με ποιες δομές; Αυτοί όλοι μαζί δεν μπορούν να μοιράσουν έγκαιρα και σωστά τις επιδοτήσεις που παίρνουν από την Ε.Ε.».
Τη στιγμή λοιπόν που δεν μπορούν απλώς να μοιράσουν λεφτά, εμείς περιμένουμε να αναπτύξουν... εργαστήρια ελαιόλαδου και στρατηγικές που θα οδηγήσουν το χρυσάφι της Μεσσηνίας στα ράφια της Ευρώπης και του κόσμου. Απίθανα πράγματα δηλαδή και εξωπραγματικές προσδοκίες.
Το κράτος είναι προφανές ότι δεν μπορεί να σχεδιάσει -και πολύ περισσότερο να υλοποιήσει- ένα σχέδιο προώθησης του ελαιόλαδου στις διεθνείς αγορές. Και δεν μπορεί, τόσο γιατί δεν έχει δομές όσο και επειδή, όπως είναι δομημένη η παγκόσμια αγορά, είναι αδύνατο να ανταποκριθεί με επιτυχία ένας κρατικός μηχανισμός, ακόμα κι αν είναι ο καλύτερος. Αντικειμενικά λοιπόν μόνη ελπίδα είναι η ιδιωτική πρωτοβουλία, και καλό είναι αυτό σιγά σιγά να το συνειδητοποιούν όλοι.
Μεγάλος επενδυτής ο οποίος θα ρισκάρει να επενδύσει στο συγκεκριμένο προϊόν, μέχρι στιγμής, δεν έχει φανεί στον ορίζοντα. Το ρίσκο προφανώς είναι μεγάλο, μιας και οποιαδήποτε επένδυση προϋποθέτει ένα σταθερό πλαίσιο χρηματοοικονομικό και φορολογικό, πράγματα άγνωστα στη συγκεκριμένη φάση. Το επόμενο στο οποίο μπορούμε να ελπίζουμε είναι να καταφέρουν οι δεκάδες, μικρές και μεσαίες, επιχειρήσεις που ήδη δραστηριοποιούνται στον τομέα του ελαιολάδου να κατακτήσουν μερίδια στην αγορά. Και αυτό όμως δεν είναι εύκολο, μιας και το ελαιόλαδο θέλει ισχυρή στήριξη από τον τραπεζικό τομέα, ο οποίος ήταν που ήταν προβληματικός... ήρθαν και οι φοβεροί διαπραγματευτές και τον αποτέλειωσαν.
Το συμπέρασμα που εύκολα μπορεί να βγάλει ο καθένας είναι ότι, αν η οικονομία δεν επιστρέψει σε συνθήκες σταθερότητας, το μόνο στο οποίο μπορούμε να προσδοκούμε είναι να μην παράγουν πολύ λάδι οι ελιές των υπολοίπων χωρών της Μεσογείου! Με αποκλεισμούς και με καταστροφές όμως δεν μπορείς να πας μακριά· μπορείς απλώς να γευτείς τις καλές τιμές μερικών χρόνων.
Η συγκυρία ήταν και παραμένει ευνοϊκή για να κατορθώσουμε να βάλουμε το μεσσηνιακό ελαιόλαδο ως επώνυμο προϊόν στα ράφια των μαγαζιών του κόσμου. Αν χαθεί η ευκαιρία αυτή, θα οφείλεται στο ότι στη χώρα δεν υπάρχει ένα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον. Δεν έχουμε δηλαδή ένα κράτος που να βοηθά την αγορά να λειτουργήσει. Χωρίς τράπεζες δεν υπάρχει επιχειρηματικότητα και χωρίς επιχειρήσεις δεν υπάρχει οικονομία - και τελικά, δεν υπάρχει ούτε κράτος.
panagopg@gmail.com