Διατηρητέα και πάλι καθώς προγράμματα πάνε και έρχονται αλλά κανένα… δεν τα ακουμπάει ή δεν φροντίζουν οι άρχοντες κάποιο από αυτά να τα συμπεριλάβει. Από τις πολλαπλών χρήσεων… εκφράσεις αυτή της «αστικής ανάπλασης» και είναι να απορεί κάποιος πως μπορεί αυτή η έννοια να μην ξεκινά από τον υπάρχοντα κτιριακό πλούτο και την κατά το δυνατόν αξιοποίησή του.
Στην Καλαμάτα υπάρχουν δεκάδες κτίρια τα οποία έχουν χαρακτηριστεί ως «διατηρητέα» τα οποία αποτελούν όχι μόνον μνημειακό πλούτο αλλά και ένα σημαντικό απόθεμα αναξιοποίητης στέγης. Σε μια περίοδο κατά την οποία υπάρχουν ισχυρότατες πιέσεις στον τομέα «κατοικία» οι οποίες σχετίζονται με πολλούς παράγοντες, συνιστά ιδιαίτερο ζήτημα η αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων. Με την παροχή είτε μόνιμης είτε βραχυπρόθεσμης στέγασης για κατοίκους ή επισκέπτες αντίστοιχα. Τα κτήρια αυτής της κατηγορίας βρίσκονται σε μια περιορισμένη έκταση στα όρια της ιστορικής πόλης και αυτό μπορούμε να ισχυριστούμε ότι έχει ιδιαίτερη αξία. Σε μια «θεωρητική» περίπτωση επισκευής και ανακατασκευής των κτιρίων, μπορεί να αλλάξει ριζικά όψη όχι μόνον η περιοχή κοντά στον κεντρικό άξονα αλλά και η ίδια η Αριστομένους. Τα ερείπια που κρέμονται στον ιστορικό και παλαιότερο όλων δρόμο της πόλης, δεν τιμούν τις προσπάθειες που γίνονται από διάφορες πλευρές και κυρίως από ιδιώτες τα τελευταία χρόνια, για να ενισχυθεί η εικόνα της πόλης και να αποκτήσει «χαρακτήρα». Η Καλαμάτα θα μπορούσε να γίνει «η πόλη που διέσωσε τον κτιριακό της πλούτο» και αυτό να αποτελέσει ξεχωριστό στοιχείο της ταυτότητας που πρέπει να χτίσει ως πόλη για τους κατοίκους της και ως προορισμός για τους επισκέπτες. Φυσικά τώρα δεν μπορεί να ισχυριστεί κανένας κάτι τέτοιο, σε ελάχιστη απόσταση από τις συνήθεις διαδρομές, τα ερείπια και η συνακόλουθη ερήμωση κυριαρχούν.
Ως εκ τούτου θεωρώ ότι ο δήμος θα πρέπει «να κάνει την αρχή» αποτυπώνοντας την πλήρη εικόνα που πρέπει να υπάρχει για ένα-ένα από αυτά τα κτίρια. Αυτό το εγχείρημα θα πρέπει: Να «απογράψει» το σύνολο των κτιρίων. Να καταγράψει το ιδιοκτησιακό καθεστώς σε κάθε ένα. Να εντοπίσει τους λόγους για τους οποίους δεν προχωρά η αποκατάσταση. Να απαιτήσει να δημιουργηθεί ένα πρόγραμμα που θα χρηματοδοτήσει την πλήρη αποτύπωση αυτών των κτιρίων. Να δημιουργηθεί μια πλατφόρμα που θα περιλαμβάνει όλες τις πληροφορίες για κάθε κτίριο, οι οποίες θα ανανεώνονται σε κάθε μεταβολή οποιασδήποτε φύσης. Και στη βάση της πλήρους εικόνας να απαιτήσει ένα σύστημα μέτρων τα οποία θα κριθούν ως αναγκαία μετά από ενδελεχή συζήτηση και με τους ιδιοκτήτες, προκειμένου να αλλάξει η σημερινή εικόνα. Για να γίνει εφικτό κάτι τέτοιο θα πρέπει να ξεκινήσει από το «οργανόγραμμα» που αποτυπώνει τις αρμοδιότητες των δημοτικών παραγόντων. Θεωρώ ότι ανάμεσα στα άλλα «ηχηρά» των αρμοδιοτήτων που έχει ο «στρατός» των αντιδημάρχων θα πρέπει να υπάρχει ξεχωριστή χρέωση και ευθύνη για τα διατηρητέα. Μια αρμοδιότητα της οποίας η αποτελεσματικότητα μπορεί να είναι μετρήσιμη καθώς πλέον θα έχουμε να κάνουμε με «κουκιά μετρημένα» και όχι τις συνήθεις αερολογίες παραγωγής «δημοτικού έργου» για να γράφουν οι κάμερες, οι φωτογραφικές μηχανές και τα… πληκτρολόγια.
Η πρόταση αυτή έχει να κάνει με το γεγονός ότι είναι αδιανόητο να μην ασχολείται κανένας με το σπουδαίο αυτό ζήτημα. Και αν στην προηγούμενη θητεία της δημοτικής αρχής υπήρχαν «δικαιολογίες» ότι δημιουργήθηκε σε συνθήκες «συγκόλλησης» μεταξύ παρατάξεων και φιλοδοξιών, τώρα δεν υπάρχει καμία δικαιολογία. Ο δήμαρχος επέλεξε υποψήφιους και εξέλεξε δημοτικούς συμβούλους με πλήρη ευθύνη και σε μεγάλο αριθμό, υπάρχουν άνθρωποι που γνωρίζουν «το άθλημα» και πρέπει να γίνουν οι σχετικές χρεώσεις. Γνώμη μου βεβαίως γιατί… με το ζόρι δεν γίνονται δουλειές, αλλά θα πρέπει να γίνουν οι αναγκαίες ιεραρχήσεις σε νέα βάση. Φυσικά τα διατηρητέα δεν είναι το μοναδικό ζήτημα που πρέπει να ενταχθεί στις όποιες προτεραιότητες, αλλά από κάπου πρέπει να ξεκινήσει η «κανονικοποίηση» της λειτουργίας του δήμου αλλά και του δημοτικού συμβουλίου. Θεωρώ πως η «αυλαία» για το θέμα αυτό θα πρέπει να ανοίξει με μια οργανωμένη, μεγάλη και σοβαρή συζήτηση στο δημοτικό συμβούλιο. Από την οποία θα πρέπει να προκύψει μια ομάδα που θα «επικουρεί» τον αρμόδιο αντιδήμαρχο για το θέμα και θα συζητά ιδέες και προτάσεις. Ο δημιουργικός και αποτελεσματικός δημοκρατικός διάλογος έχει λείψει από το βουλευόμενο σώμα, από κάπου πρέπει να αρχίσει και θεωρώ ότι το υπό συζήτηση θέμα προσφέρεται.
Το ζήτημα της τύχης των διατηρητέων κτιρίων ασφαλώς δεν αφορά μόνον στην Καλαμάτα αλλά είναι ένα πανελλαδικό ζήτημα. Μετά τους σεισμούς υπήρξε μια παρέμβαση για τα διατηρητέα της Καλαμάτας με δέσμη μέτρων τα οποία ενισχύθηκαν μετά από πιέσεις των ιδιοκτητών και του δήμου, αλλά όσο απομακρυνόμασταν από εκείνο το χρονικό σημείο τόσο και «έσβηνε» η συγκίνηση που είχαν προκαλέσει οι καταστρεπτικοί σεισμοί. Μαζί και με το ενδιαφέρον των ιδιοκτητών για τη διάσωση των διατηρητέων καθώς «ξέμειναν» κάποια με σχετικά μικρότερη εμπορική αξία ενώ πολλαπλασιάστηκαν άλλης φύσης ζητήματα όπως τα ιδιοκτησιακά. Η σοβαρότητα του θέματος έχει προκαλέσει κατά καιρούς συζητήσεις και τελευταία διατύπωσε τις προτάσεις του οργανισμός «διαΝΕΟσις» τις οποίες έχει γράψει ο επίκουρος καθηγητής της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Νίκος Τριανταφυλλόπουλος. Ο οποίος σημειώνει ότι «το ελληνικό κράτος ουσιαστικά έχει εναποθέσει στο πρόσωπο των ιδιοκτητών διατηρητέων κτιρίων σχεδόν την αποκλειστική ευθύνη για τη διατήρησή τους ως μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας. Μάλιστα, τους υποχρεώνει να ακολουθήσουν στο ακέραιο τις υποδείξεις του σχετικά με την αποκατάστασή τους και τους υποβάλλει σε εξαντλητικές και ψυχοφθόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες, χωρίς όμως να τους παρέχει ουσιαστική οικονομική βοήθεια». Σε σχετικά ρεπορτάζ τονίζεται ότι «οι απαντήσεις που δίνει η πρόταση βασίζονται σε ένα μοντέλο σύμπραξης του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα, που έχει ως βάση την ισχύουσα νομοθεσία και ακολουθεί τις συστάσεις διεθνών οργανισμών για την αντιμετώπιση του προβλήματος».
Από τα σχετικά ρεπορτάζ αντιγράφουμε: «Η πρόταση για την αξιοποίηση των διατηρητέων κτιρίων, το «μοντέλο», όπως αναφέρεται στο κείμενο πολιτικής, διατηρεί και αξιοποιεί τη φιλοσοφία του Π.Δ. του 1988, και την εξειδικεύει με έναν τρόπο εφαρμογής που μπορεί να είναι λειτουργικός και αποτελεσματικός, ακολουθώντας τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αλλά και διεθνών οργανισμών, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Europa Nostra, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και η Παγκόσμια Τράπεζα. Προβλέπει, από την πλευρά του κράτους, τη δημιουργία ενός κρατικού Φορέα Διαχείρισης Προγράμματος Αποκατάστασης Διατηρητέων Κτιρίων. Ο φορέας αυτός θα έχει την ευθύνη του σχεδιασμού και της υλοποίησης εθνικής στρατηγικής για την αποκατάσταση των διατηρητέων. Υπό την εποπτεία του θα έχει ένα Ταμείο Παροχής Οικονομικών Ενισχύσεων και μια Τεχνική Υπηρεσία που θα υποστηρίζει διοικητικά και τεχνικά την υλοποίηση των έργων, θα εκδίδει εγκαίρως τις κατάλληλες άδειες και επίσης θα παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες στους δικαιούχους των έργων και των οικονομικών ενισχύσεων, δηλαδή στους ιδιοκτήτες των κτιρίων. Το ταμείο, η διαχείριση του οποίου προτείνεται να ανατεθεί σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, θα παρέχει οικονομικές ενισχύσεις σύμφωνα με τη στρατηγική του φορέα, ο οποίος θα παρακολουθεί και θα ελέγχει την εφαρμογή της από το ταμείο. Ο διαχειριστής του ταμείου θα προσδιορίζει το «εύλογο όριο» με τη χρήση σύγχρονων χρηματοοικονομικών τεχνικών, και επομένως το ύψος της ενίσχυσης που θα πρέπει να δοθεί. Το ταμείο θα διαχειρίζεται δύο λογαριασμούς: από τον πρώτο θα παρέχει χαμηλότοκα δάνεια (λογαριασμός Α), και από τον δεύτερο μη επιστρεπτέες επιχορηγήσεις (λογαριασμός Β) όταν το κόστος ξεπερνά το «εύλογο όριο» που θα έχει οριστεί κατά περίπτωση για το κάθε έργο».
Αυτά και πολλά άλλα προβλέπει η πρόταση που δίνει ιδέες προς αξιοποίηση και μπορεί να αναζωπυρώσει τη συζήτηση γύρω από αυτά τα θέματα, μια συζήτηση την οποία ο Δήμος Καλαμάτας θα πρέπει να κάνει θεσμικά και να συμβάλει με προτάσεις και ιδέες στην προσπάθεια να διασωθούν τα κτίρια που υπομένουν στωικά την αδιαφορία της Πολιτείας, την ταλαιπωρία από τα καιρικά φαινόμενα και την κόπωση από τη φθορά του χρόνου.