Εισαγωγή για ένα παλαιό θέμα το οποίο γίνεται όλο και περισσότερο επίκαιρο: Τα διατηρητέα και η ανάγκη να διασωθούν και να αναδειχθούν.
Ετσι άρχιζε ένα κείμενο που έχει δημοσιευθεί σε αυτή τη στήλη γνώμης πριν από περισσότερο από 4 χρόνια, για την ακρίβεια στις 13 Νοεμβρίου 2019. Το αναδημοσιεύω, καθώς από τότε ουσιαστικά δεν έχει αλλάξει τίποτα με την υπόθεση αυτή, δεν έχει εκδηλωθεί κανένα απολύτως ενδιαφέρον από τους τοπικούς παράγοντες και γιατί πιστεύω ότι δεν νοείται «αστική ανάπλαση» χωρίς την διάσωση και ανάδειξη των διατηρητέων. Αλλά και γιατί πιστεύω ότι οι δημοτικοί παράγοντες εμπράκτως πλέον θα πρέπει να αποδείξουν το ενδιαφέρον τους.
Εγραφα τότε: «Η επικαιρότητα του θέματος έχει να κάνει με την αναγκαία αναζήτηση εκείνων των στοιχείων που συνιστούν το διαφορετικό στη ζωή και τις λειτουργίες της πόλης. Αυτό το ευδιάκριτα διαφορετικό είναι και ένα από τα ζητούμενα σήμερα για την πόλη του αύριο. Το πρόβλημα είναι γνωστό εδώ και δεκαετίες, γίνεται όλο και περισσότερο ορατό όσο περνάει ο χρόνος και από την πλευρά του δήμου όλο αυτό το διάστημα δεν έχει γίνει η παραμικρή ενέργεια. Και αναφερόμαστε στην συνολική διαχείριση του θέματος με θεσμοθέτηση κινήτρων τα οποία θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τη διάσωσή τους. Ο χρόνος περνάει αλλά το ρολόι για τα διατηρητέα έχει σταματήσει επικίνδυνα. Γιατί η φθορά μεγαλώνει και σε ένα έντονο φαινόμενο οι απώλειες μπορεί να είναι μεγάλες. Και σε ανθρώπινα θύματα αλλά και σε καταστροφές του οικιστικού πλούτου. Στα 33 χρόνια μετά τους σεισμούς τα πληγωμένα κτίρια που δεν δέχτηκαν την πρέπουσα φροντίδα έχουν υποστεί σημαντική καταπόνηση. Ορισμένα αποσαθρώνονται σταθερά και κάποια στιγμή θα πάψουν να υπάρχουν. Με κίνδυνο να χαθούν οριστικά καθώς για κάποια δεν έχει γίνει ούτε αποτύπωση. Ηδη κάποια χάθηκαν με τους πλέον διαφορετικούς τρόπους, ενώ άλλα δεν υπάρχει καμία περίπτωση να διασωθούν καθώς δεν έχουν μείνει παρά μόνον κάτι κομμάτια από τους τοίχους που δεν θα μείνουν και για πολύ καιρό ακόμη στη θέση τους. Το μεγάλο κακό στην υπόθεση είναι πως δεν συζητά κανένας γι’ αυτή την υπόθεση, βοηθούσης της κρίσης όλα έχουν παγώσει εδώ και χρόνια, οι άρχοντες του τόπου κλείνουν τα μάτια και αναμένουν το... μοιραίο. Το δημοτικό συμβούλιο εδώ και δεκαετίες αποφεύγει να συζητήσει την κατάσταση και πολύ περισσότερο την εκπόνηση ενός σχεδίου σωτηρίας και ανάδειξης. Δύσκολο θέμα αλλά θα επαναλάβω για μια ακόμη φορά πως οι άρχοντες κρίνονται στα δύσκολα θέματα και όχι στις επιφάνειες που πλακοστρώνουν.
Για να γυρίσουμε το χρόνο πίσω, η παλιά πόλη κρατήθηκε σχεδόν αλώβητη μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1960. Για να υποκύψει σχεδόν ανυπεράσπιστη απέναντι σε μικρά και μεγάλα συμφέροντα όταν άρχισε η επέλαση του τσιμέντου με την πολυκατοικιοποίηση της πόλης. Θύματα τόσο η καρδιά του Ιστορικού Κέντρου, όσο και ορισμένα από τα σημαντικότερα κτήρια της πόλης όπως αυτό της Εθνικής Τράπεζας, το οποίο στην αρχική του μορφή διέθετε μέχρι και χώρο για θεατρικές παραστάσεις σύμφωνα με τα όσα ιστορούνται σε εφημερίδες της εποχής. Κάτι σαν θαύμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το γεγονός ότι δεν ισοπεδώθηκε όλη η περιοχή. Ενα θαύμα που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην εμπορική δραστηριότητα η οποία είχε αναπτυχθεί στην περιοχή και ήταν σχετικά δύσκολο να γίνουν επεμβάσεις, όπως επίσης και στο δημόσιο χαρακτήρα πολλών κτιρίων. Αλλά και στο γεγονός ότι νοτιότερα η αντιπαροχή είχε... πεδίον δόξης λαμπρόν και πολύ μεγαλύτερα κέρδη. Μια καταγραφή των κτιρίων λίγο πριν τους σεισμούς του 1986 αποτέλεσε την ασπίδα για το μεγάλο όγκο των διατηρητέων κτιρίων. Είχε ανατεθεί από το Δήμο Καλαμάτας και βοήθησε ώστε να κινηθούν πολύ γρήγορα οι διαδικασίες έτσι ώστε να γίνουν οι χαρακτηρισμοί πριν πιάσουν δουλειά οι μπουλντόζες. Για να σωθούν τα διατηρητέα δόθηκαν μάχες και σε αυτές υπήρξαν... απώλειες με κάποιους αποχαρακτηρισμούς. Σημαντικά ποσά που ήρθαν ως ενίσχυση για την πόλη διατέθηκαν από το δήμο για την αγορά σημαντικών κτιρίων ορισμένα από τα οποία σήμερα στεγάζουν ζωτικές λειτουργίες της πόλης. Αναπτύχθηκαν διεκδικήσεις και δόθηκαν κίνητρα τα οποία διευκόλυναν την αποκατάσταση πολλών ιδιωτικών κτιρίων. Δεν στάθηκαν όμως αρκετά για να αποκατασταθεί το σύνολο των διατηρητέων, γιατί και η πολιτική ηγεσία δεν ανταποκρίθηκε στο σύνολο των αιτημάτων ακόμη και στην εποχή της μεγάλης ευαισθησίας.
Ετσι έμειναν τα... υπόλοιπα του σεισμού και των χαρακτηρισμών. Ορισμένα από αυτά είναι δημόσιου χαρακτήρα με κορυφαίο το κτήριο του Γαλλικού Ινστιτούτου για την τύχη του οποίου η αδιαφορία που έχει επιδειχθεί εδώ και δεκαετίες είναι απίστευτη. Βρέθηκε στην ιδιοκτησία του δήμου, αυτός το παραχώρησε στο υπουργείο Πολιτισμού και εκείνο ουσιαστικά το εγκατέλειψε με αποτέλεσμα το μέλλον να είναι άδηλον. Παρόμοια η ιστορία του “Κορφιωτάκειου” που κατεδαφίστηκε νύχτα αλλά στο τέλος όλοι βγήκαν λάδι και “ούτε γάτα, ούτε ζημιά”. Στέκει έτσι εδώ και 20 χρόνια, ας ελπίζουμε ότι τελικά θα υλοποιηθεί η εξαγγελία για ολοκλήρωση και λειτουργία σε αυτό μουσείου εκκλησιαστικού χαρακτήρα. Τα περισσότερα κτίρια όμως που παραμένουν ερειπωμένα ανήκουν σε ιδιώτες. Και θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν ισχύει η εξίσωση “διατηρητέο= πλούσιος ιδιοκτήτης”. Πολλά από τα παλιά κτίρια για χίλιους λόγους βρέθηκαν στην ιδιοκτησία ανθρώπων που δεν μπορούν στοιχειωδώς να τα συντηρήσουν και φυσικά δεν υπάρχει καμία προοπτική ανακατασκευής. Αλλωστε τα περισσότερα βρίσκονται σε περιοχές της πόλης που δεν είναι εμπορικές και δύσκολα προσβάσιμες. Πράγμα που σημαίνει ότι κανείς δεν μπορεί να προσδοκά έσοδα και πολύ περισσότερο σε κατασκευή κατοικίας σε σημεία στα οποία τις περισσότερες ώρες της ημέρας δεν μπορεί να προσεγγίσει. Φυσικά δεν λείπουν και οι “νέοι ιδιοκτήτες” που αγόρασαν κτήρια προσδοκώντας αλλαγές που θα τους επιτρέψουν να κτίσουν ελεύθερα και χωρίς τους περιορισμούς του χαρακτηρισμένου ως διατηρητέου. Ετσι τελικά βρισκόμαστε σε μια κατάσταση με δεκάδες αξιόλογα διατηρητέα κτίρια ερειπωμένα, ορισμένα από τα οποία κρέμονται επικίνδυνα πάνω από τα κεφάλια των περαστικών. Και τα οποία μόνον... διαφήμιση για την πόλη δεν αποτελούν και... τουριστικά αξιοθέατα.
Η Καλαμάτα δεν είναι η μόνη πόλη στην οποία “κρέμονται” διατηρητέα αλλά είναι η πόλη που ζούμε και μας ενδιαφέρει. Είναι η πόλη που έσωσε πολλά από τα διατηρητέα κτήρια και το γεγονός αυτό αποτελεί “προίκα” ανεκτίμητη. Μπορεί ο καθένας να σκεφτεί τι θα υπήρχε σήμερα από την πολεοδομική και αρχιτεκτονική ιστορία της πόλης, αν δεν υπήρχε η ασπίδα του γρήγορου χαρακτηρισμού των κτιρίων και η υποστήριξη με μέτρα τη μετασεισμική περίοδο. Τα οποία μπορεί να μην ήταν επαρκή και να προκάλεσαν ακόμη και κινητοποιήσεις ιδιοκτητών και του δήμου για να διευρυνθούν, αποτέλεσαν τη βάση όμως για να επισκευαστεί ένα σημαντικό μέρος από τα χαρακτηρισμένα κτίρια. Και να κρατηθεί το χρώμα της παλιάς πόλης σε μια ζώνη που σήμερα συγκεντρώνει ενδιαφέρον και επισκέπτες. Είναι σημαντικό το γεγονός πως υπάρχουν πρωτοβουλίες νέων ανθρώπων που έχουν ως στόχο την ανάδειξη του μνημειακού πλούτου των κτιρίων της πόλης, γεγονός που ευαισθητοποιεί ευρύτερα στρώματα πολιτών. Θα ήταν πολύ σημαντικότερο όμως να ασχοληθεί το δημοτικό συμβούλιο της πόλης με την υπόθεση των διατηρητέων, να συζητήσει και να σχεδιάσει σωστικές παρεμβάσεις. Να μελετήσει την διεθνή εμπειρία, να ζητήσει μέτρα και να προτείνει ιδέες για ειδικά προγράμματα υποστήριξης μιας συνολικής παρέμβασης στο θέμα αυτό. Δεν το χρωστάει μόνον στην ιστορία της πόλης και στους ανθρώπους της, το χρωστάει στο μέλλον της. Τα διατηρητέα και οι σχεδιασμένες διαδρομές σε αυτά μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό στοιχείο ταυτότητας της πόλης και προσέλκυσης νέων επισκεπτών. Και ένα σχέδιο δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από την καταγραφή των κτιρίων, την αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης, την εκτίμηση των αναγκών που υπάρχουν και την αναζήτηση των χρηματοδοτικών εργαλείων. Τα οποία αφού δεν υπάρχουν θα πρέπει να διεκδικηθούν...».