Το τελευταίο μάλιστα διάστημα βλέπουν το φως της δημοσιότητας διάφορα σενάρια, σύμφωνα με τα οποία ισπανικές εταιρείες προσπαθούν μέσω Ελλάδας να εξαγάγουν ελαιόλαδο στις ΗΠΑ, αξιοποιώντας το δασμολογικό πλεονέκτημα της χώρας μας. Το ερώτημα λοιπόν είναι γιατί ενώ καταφέραμε, προφανώς με ανταλλάγματα, να επιτύχουμε ειδικό δασμολογικό καθεστώς, δεν καταφέρνουμε να αξιοποιήσουμε το συγκεκριμένο πλεονέκτημα προς όφελος των ελαιοπαραγωγών και της οικονομίας συνολικότερα. Η απάντηση στο ερώτημα βρίσκεται στο ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει μεγάλες εξαγωγικές εταιρείες, οι οποίες να μπορούν να καλύψουν τη συγκεκριμένη αγορά.
Το μέγεθος των υφιστάμενων ελληνικών εταιρειών ελαιόλαδου δεν επιτρέπει ανοίγματα σε μια αγορά του μεγέθους των ΗΠΑ. Οι επενδύσεις που απαιτούνται είναι τεράστιες, ενώ ο ελληνικός τραπεζικός τομέας είναι κλινικά νεκρός. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μοιραία το δασμολογικό πλεονέκτημα θα αξιοποιηθεί μέσω ιταλικών και ισπανικών εταιρειών που πατάνε στην αγορά των ΗΠΑ, βγάζοντας οι ελληνικές κάποιο κέρδος από τη μεσιτεία. Μπορεί δηλαδή να δούμε τυποποίηση του ελληνικού ελαιόλαδου που τώρα εξάγεται χύμα στη χώρα μας -πιθανόν με «βελτιώσεις»- προκειμένου να εξαχθεί στις ΗΠΑ, με ελάχιστο τελικό όφελος για τον Ελληνα ελαιοπαραγωγό. Πιθανόν να υπάρξει κέρδος σε μεταποιητές και μεσάζοντες, αλλά αυτό προφανώς είναι πολύ λίγο και με ημερομηνία λήξης, γιατί το δασμολογικό πλεονέκτημα δεν θα διαρκέσει για πάντα.
Η συγκεκριμένη συγκυριακή κατάσταση με την αγορά των ΗΠΑ καταδεικνύει και το μεγάλο πρόβλημα του ελληνικού ελαιόλαδου. Πρόκειται για ένα προϊόν που, όπως πολλές φορές έχουμε επισημάνει, δεν φτάνει στο ράφι του καταναλωτή ως αυτόνομο και επώνυμο προϊόν, με ονομασία προέλευσης και με συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Το ελληνικό ελαιόλαδο είναι επώνυμο, διαθέτει ποιότητα, δεν έχει όμως εμπορική ετικέτα αναγνωρίσιμη στη διεθνή αγορά. Στον σύγχρονο καταναλωτικό κόσμο όμως, προϊόν χωρίς εμπορική ονομασία και εκτός των εμπορικών δικτύων υπάρχει μόνο στα... συνέδρια και στις γιορτές ποιότητας των ιθαγενών. Με άλλα λόγια, μόνο εμείς το ξέρουμε και μόνο εμείς το δοξάζουμε!
Οσο λοιπόν δεν υπάρχει ένα τελικό αναγνωρίσιμο προϊόν, το οποίο θα βρίσκεται στα ράφια κάθε σούπερ μάρκετ μιας αγοράς, η τιμή του ελαιόλαδου και η μοίρα των Ελλήνων ελαιοπαραγωγών είναι συνδεδεμένη με το τι κάνουν και το τι επιθυμούν οι μεγάλοι εμπορικοί παίκτες.
Εκτός από την αύξηση της διεθνούς παραγωγής ελαιόλαδου, που πιέζει τις τιμές, υπάρχει και ο ιδιαίτερος τρόπος καλλιέργειας σε χώρες όπως η Ισπανία και η Τυνησία (σε μεγάλες εκτάσεις, με γραμμικές φυτεύσεις και με μηχανικά μέσα) ο οποίος ρίχνει το κόστος παραγωγής σε επίπεδα που δεν μπορούν να ακολουθήσουν οι Ελληνες παραγωγοί. Η ελληνική ελαιοκαλλιέργεια, έτσι, δεν μπορεί παρά να επικεντρωθεί στη διατήρηση και τη βελτίωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του λαδιού που παράγεται. Η αξιοποίηση της ποιότητας όμως, για να έχει νόημα και όφελος για παραγωγούς και εμπόρους, θα πρέπει να οδηγεί σε προϊόν αναγνωρίσιμο από τους καταναλωτές. Αν αυτό δεν συμβεί, σε πρώτη φάση θα υποβαθμιστεί η ποιότητα με μοναδικό γνώμονα τη μείωση του κόστους παραγωγής, και σε δεύτερο στάδιο θα υπάρξει μείωση της παραγωγής και της ενασχόλησης με την ελαιοκαλλιέργεια.
Οι προοπτικές του ελληνικού ελαιόλαδου, με βάση το πώς διαμορφώνονται διεθνώς η παραγωγή και οι τιμές, είναι δυσοίωνες. Οι λίγες πιθανότητες που υπάρχουν για στήριξη του προϊόντος και των ανθρώπων που ασχολούνται με αυτό θα πρέπει να αξιοποιηθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το σημαντικότερο, απαιτείται γενναία ενίσχυση μεγάλων επενδύσεων στον τομέα του ελαιόλαδου. Με ανύπαρκτες τράπεζες όμως, σε μια οικονομία που έχει μάθει να λειτουργεί με πολλούς μεσάζοντες και πολλές μικρές επιχειρήσεις, το πολιτικό κόστος για επενδύσεις μεγάλης κλίμακας είναι τεράστιο και ουδείς πρόκειται να το αναλάβει. Σε αυτό το πλαίσιο, δύσκολα θα υπάρξει ισχυρή ετικέτα στην αγορά - και ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες διατήρησης της ελαιοκαλλιέργειας στη χώρα.
Τα σημάδια ανησυχίας είναι πολλά και καλό θα είναι η περιοχή μας να ετοιμάζεται για την επόμενη ημέρα της ελαιοκαλλιέργειας. Κάποτε υπήρχε ο “μαύρος χρυσός” της σταφίδας, περάσαμε στον “πράσινο χρυσό” του ελαιόλαδου, και τώρα όλα δείχνουν ότι θα πρέπει να αναζητήσουμε νέο “χρυσό”, είτε από τη γη είτε από τον τομέα των υπηρεσιών. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η υπάρχουσα κατάσταση δεν μπορεί πλέον να διατηρηθεί. Οσο γρηγορότερα γίνει αυτό κατανοητό απ’ όλους, τόσο πιο σύντομα θα προχωρήσουν οι αλλαγές που θα περισώσουν εισόδημα και θέσεις εργασίας στην περιοχή.
panagopg@gmail.com