Οι περιοχές αυτές στηρίχθηκαν και αναπτύχθηκαν με βάση τη λειτουργία των εργοστασίων και των ορυχείων της ΔΕΗ. Με την καύση λιγνίτη υπήρχε οικονομική παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά με ιδιαίτερη επιβάρυνση του περιβάλλοντος και της υγείας των κατοίκων στις συγκεκριμένες περιοχές. Ο λιγνίτης θεωρείται πλέον «βρόμικο καύσιμο» και είναι ψηλά στη λίστα των παραγόντων που συντελούν στην κλιματική αλλαγή. Η Ε.Ε. τα τελευταία χρόνια έχει επιβάλει «φόρο άνθρακα» στην καύση λιγνίτη, τον οποίο πληρώνουν οι επιχειρήσεις και οι χώρες που τον χρησιμοποιούν για την παραγωγή ενέργειας. Ο φόρος αυτός είχε ως αποτέλεσμα, εκεί που η καύση λιγνίτη και η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από αυτόν ήταν χαμηλού κόστους, να μετατραπεί σε ακριβή έως ασύμφορη.
Η ΔΕΗ τα τελευταία χρόνια κινείται στα όρια και έχει φτάσει αρκετές φορές στο παρά πέντε της κατάρρευσης. Το φθηνό ρεύμα από το λιγνίτη δεν υπάρχει πλέον, μιας και επιβαρύνεται με υψηλούς περιβαλλοντικούς φόρους. Την ίδια στιγμή λόγω της οικονομικής κρίσης μεγάλοι και μικροί πελάτες αφήνουν λογαριασμούς απλήρωτους, ενώ η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος παραμένει σταθερή και καμία κυβέρνηση δεν ήταν διατεθειμένη να εγκρίνει αυξήσεις οι οποίες θα κάλυπταν το αυξημένο κόστος παραγωγής και λειτουργίας της επιχείρησης. Η ΔΕΗ βεβαίως είναι μια επιχείρηση του Δημοσίου με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε κακοδιαχείριση, σπατάλες και αδυναμία προσαρμογής στα δεδομένα της αγοράς. Με βάση όλα αυτά είναι άθλος που η συγκεκριμένη επιχείρηση δεν έχει ακόμα χρεοκοπήσει.
Η ΔΕΗ ακολουθούσε για χρόνια μία στρατηγική επιλογή η οποία αποδείχθηκε λανθασμένη. Επέμενε σε επενδύσεις στο λιγνίτη βασιζόμενη στη θεωρία του «εθνικού καυσίμου», αδιαφορώντας αρχικά για το περιβαλλοντικό κόστος και στη συνέχεια για το οικονομικό. Η ΔΕΗ δεν προχώρησε δυναμικά σε επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειες ενώ στη Δυτική Μακεδονία που είναι η ενεργειακή της καρδιά δεν απαίτησε να υπάρχει έστω αγωγός φυσικού αερίου! Βρίσκεται έτσι σήμερα με την πλάτη στον τοίχο, με γερασμένες λιγνιτικές μονάδες οι οποίες έτσι κι αλλιώς θα πρέπει να κλείσουν, και με περιορισμένους πόρους για νέες επενδύσεις. Χρειάζεται δηλαδή μία εκ βάθρων αναδιάρθρωση σε όλους τους τομείς για να μπορέσει να παραμείνει στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος τα επόμενα χρόνια. Το μέλλον της ΔΕΗ είναι όμως συνδεδεμένο και με τις λιγνιτικές περιοχές, τις οποίες αφού κατέστρεψε περιβαλλοντικά αφήνει τώρα νεκρές οικονομικά.
Η κυβέρνηση επέλεξε το δρόμο της «βίαιης» απολιγνιτοποίησης μέχρι το 2023, προκειμένου όπως ισχυρίζεται να προλάβει την κατάρρευση της ΔΕΗ και της ελληνικής οικονομίας, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα την επίτευξη του περιβαλλοντικού στόχου για τη χώρα. Στα επόμενα τρία χρόνια θα πρέπει δηλαδή να γίνουν όλα όσα δεν έχουν γίνει τα τελευταία 20 χρόνια! Να προσαρμοστούν ΔΕΗ και ολόκληρες περιοχές σε μία οικονομική δραστηριότητα που δεν θα περιλαμβάνει το λιγνίτη. Επιβεβαιώνεται έτσι για μια ακόμα φορά ότι στην Ελλάδα τα πάντα γίνονται την τελευταία στιγμή και όταν δεν υπάρχει οδός διαφυγής.
Σοβαρός αντίλογος στην απόφαση της κυβέρνησης δεν υπάρχει. Το μόνο που διακινείται ως επιχείρημα είναι η χρονική μετατόπιση του κλεισίματος κάποιων μονάδων -γιατί κάποιες άλλες έπρεπε ήδη να έχουν κλείσει- μερικά χρόνια αργότερα. Ακόμα μια προσπάθεια δηλαδή να κρύψουμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί με κίνδυνο να καταρρεύσει η ΔΕΗ και να πληρώσει η οικονομία διπλά και τρίδιπλα αυτά που έτσι κι αλλιώς θα πρέπει να γίνουν.
Στις λιγνιτικές περιοχές χάνονται χιλιάδες θέσεις εργασίας οι οποίες δεν μπορούν στην παρούσα φάση να αντικατασταθούν. Οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις που λειτουργούν στις λιγνιτικές περιοχές για μερικά χρόνια ακόμα θα απασχοληθούν στην αποκατάσταση των ορυχείων: Εκεί δηλαδή που έβγαζαν κάρβουνο θα ρίχνουν χώμα, αυτό είναι το μόνο άμεσο που ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση. Σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους της ΔΕΗ, με προγράμματα εθελουσίας εξόδου και μετατάξεων στο Δημόσιο θα ελαφρύνουν το βάρος της επιχείρησης και θα το φορτώσουν στους φορολογούμενους... Αυτά είναι βέβαια μέτρα προσωρινού χαρακτήρα, έτσι ώστε να μην εγκαταλειφθούν αμέσως οι περιοχές με το που θα σβήσουν οι μονάδες, δεν είναι όμως μέτρα που απαντούν στο ερώτημα τι θα γίνει σε αυτές τις περιοχές. Το μόνο που θα μπορούσε στις συγκεκριμένες περιοχές να τονώσει την ανάπτυξη είναι η προσέλκυση επενδύσεων με ειδικούς φορολογικούς συντελεστές και απλές διαδικασίες αδειοδοτήσεων. Αν αυτό προχωρήσει, και θα πρέπει να δοθεί αγώνας σε αυτή την κατεύθυνση στην Ε.Ε., θα μπορέσουν οι περιοχές του λιγνίτη να υπάρξουν και την επόμενη μέρα. Αν δεν υπάρξουν κίνητρα για βιομηχανικές επενδύσεις, οι περιοχές του λιγνίτη θα αποτελέσουν σε μια δεκαετία μαύρες τρύπες της ελληνικής επικράτειας.