Ενόψει αυτών, πάλι... ιστορία και η πόλη σε μακρινές εποχές. Εκλογές πριν από 140 χρόνια (8 Απριλίου 1879) και λίγες ημέρες πριν από αυτές ο δήμαρχος Εμμανουήλ Μπενάκης (γιος του πρώτου δημάρχου της πόλης Παναγιώτη Μπενάκη και πατέρας του μετά από χρόνια δημάρχου Παναγιώτη Μπενάκη), κάνει τον απολογισμό της θητείας του. Ισως να είναι ο πρώτος προεκλογικός απολογισμός με συνολική αναφορά στα πεπραγμένα.
Ο Εμμανουήλ Μπενάκης έκανε τον απολογισμό του μιλώντας “εν τη πλατεία του δημαρχείου προς τους εκλογείς αυτού” και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Αριστόδημος” στις 28 Μαρτίου 1879, η οποία φαίνεται πως τον υποστήριζε. Συνυποψήφιοι ήταν ο πρώην δήμαρχος Πέτρος Μαυρομιχάλης και ο γιατρός Βασίλειος Παλαμάρας. Ξεκινώντας τον απολογισμό ο Μπενάκης ζητεί “λευκή ψήφο” γιατί ήδη είχε καθιερωθεί η ψηφοφορία με το σφαιρίδιο (στο τέλος θα γίνει μια μικρή αναφορά σε αυτόν τον τρόπο ψηφοφορίας) και εξηγεί τους λόγους: «Αναδειχθείς διά της ελευθέρας υμών ψήφου Δήμαρχος κατά την λήγουσαν ήδη της δημοτικής αρχής περίοδον, οφείλω να δώσω προς υμάς, τους τιμήσαντάς με διά πολυτίμου εμπιστοσύνης, λόγον των εμών πράξεων. Εχων δεν την συνείδησιν ελευθέραν, ότι εξεπλήρωσα το εμόν καθήκον όσον μοι επέτρεπον αι ασθενείς δυνάμεις μου ακριβώς και την συναίσθησιν ότι κατατίθημι την αρχήν του Δήμου καθαράς έχων χείρας, θέλω τολμήση και αύθις να επιζητήσω την λευκήν ψήφον σας. Δεν είναι πιστεύω ανάγκη να υπομνήσω, ότι τύφος και οίησις δεν με επεσκότησεν ανελθόντα εν τη δημοτική αρχή, ώστε να λησμονήσω την φυσικήν καταστάσαν μοι μετριποπάθειαν και οφειλομένην προς πάντας εξίσου τους συνδημότας μου περιποίησιν. Ουδένα ως Δήμαρχος περιεφρόνησα, ουδένα κατεπίεσα, ουδένα εν γνώσει αδίκησα ή έβλαψα. Εσεβάσθην τους οικοκυραίους, τους εμπόρους, τους χειρώνακτας, τους φιλησύχους εν γένει, τους εργάτας. Ουδενός την περιφρόνησιν ή εξοθένωσιν ηνέχθην. Δεν διέκρινα εν τη αρχή φίλους και εχθρούς. Προς πάντας προσεφέρθην εξ ίσου. Ουδείς εξ υμών εβιάσθη εκ φόβου να ονομασθή φίλος μου. Ουδείς κατεπιέσθη εν γνώσει εμού. Προσπάθησα όλαις δυνάμεσι να ματαιώσω την ιδέαν της τρομοκρατίας εν τη δημοτική και αστυνομική αρχή. Η εκδίκησις υπήρξε εις εμέ λέξις αγνώστου σημασίας. Αναφέρομαι δε εις την συνείδησιν ενός εκάστου εξ υμών και τοιαύτην επικαλούμαι μάρτυρα αψευδή των εμών λόγων».
Αναφερόμενος στο έργο του στέκεται ιδιαιτέρως στα ζητήματα της τάξης καθώς στο παρελθόν είχε υπηρετήσει ως Αστυνόμος της πόλης: «Κατά το διάστημα της αρχής μου εθεώρησα σεβαστήν την τιμήν σας και επεζήτησα αόκνως την εξασφάλισιν της προσωπικής ελευθερίας σας και την περιφρούρησιν και διαφύλαξιν της ιδιοκτησίας σας. Δεν εφείσθην μόχθων, κόπων και άλλων θυσιών, ίνα εξασφαλίσω την τάξιν και περιφυλάξω την κτηματικήν περιουσίαν σας. Εάν δεν επέτυχον εις τούτον καθ’ ολοκληρίαν η αιτία είναι ξένη της εμής θελήσεως. Κρίνατέ με εν συγκρίσει προς το μακρόν παρελθόν, εξετάσατε την πρόθεσίν μου και τα μέσα τα οποία είχον εις την διάθεσίν μου ίνα ως τίμιοι άνθρωποι αποφανθήτε περί της πολιτείας μου”.
Δηλώνοντας «εφύλαξα καθαράς και αμιάντους τας χείρας» προχωρεί στον απολογισμό του δημοτικού έργου: «Την περιουσίαν του Δήμου εθεώρησα ιεράν και ουδείς μη εστερημένος πάσης τιμής, θέλει τολμήσει να μοι αμφισβητήση ότι εφύλαξα καθαράς και αμιάντους τας χείρας. Προσεπάθησα δε εφ’ όσον οι πόροι του Δήμου επέτρεπον να βελτιώσω και εξωραΐσω την μικράν ημών πόλιν. Ετήρησα την καθαριότητα εφ’ όσον ήτο δυνατόν. Επολλαπλασίασα ασυγκρίτως προς το παρελθόν τους φανούς των οδών και διετήρησα ακριβώς τον φωτισμόν της πόλεως κατά τας ασελήνους νύκτας. Εθεσα φανούς εις τας οδούς του προαστείου Καλυβίων και κατά το θέρος εις την μεγάλην της παραλίας οδόν. Εκτισα ανεγείρας εκ βάθρων μεγαλοπρεπή δημοτικήν αγοράν. Ωκοδόμησα ωραίαν δημοτικήν σχολήν. Επεσκεύασα την ετέραν (παλαιάν) και την κατέστησα προσοδοφόρον του δήμου κτήμα, το οποίον ενοικιάζεται παρά του δημοσίου ως στρατών. Ηγόρασα εις πολύ συμφέρουσαν τιμήν το κατάστημα του Νοσοκομείου των Σπυροκώλων, και ήδη ο δήμος απολαμβάνει ικανόν εκ τούτου ενοίκιον. Κατεσκεύασα δύο αμαξιτάς οδούς, την μεγάλην των Γιαννιτζανίκων, και την ετέραν της παραλίας, παραλλήλως προς την δημοσίαν. Ηνέωξα εν τη πόλει τρία νέα φρέατα και επεσκεύασα τα παλαιά. Επεσκεύασα την μίαν πλευράν του Γυμνασιακού καταστήματος κινδυνεύουσα να καταπέση. Κατεσκεύασα δύο μαρμαρίνους κλίμακας προς το Γυμνάσιον και άλλας αναγκαίας βελτιώσεις του καταστήματος ενήργησα. Επεσκεύασα τας παλαιάς ξυλίνας γεφύρας του Νέδωνος, δι’ ών η πόλις συγκοινωνεί με το προάστειον των Καλυβίων και προσέτι κατεσκεύασα μίαν νέαν γέφυραν προς βορράν. Επεσκεύασα πλείστας της πόλεως οδούς. Συνέστησα δημοτικόν σχολείον εις το χωρίον Γιαννιτζάνικα. Επεμελήθην ενδελεχώς την ακριβή διαχείρισιν των εκκλησιαστικών χρημάτων. Επεμελήθηκα και εμερίμνησα διά τον καλλωπισμόν των Ναών του Δήμου, από του μεγαλοπρεπούς Μητροπολιτικού Ναού της Υπαπαντής μέχρι των μικών ναών των χωρίων Καλαμίου και Γιαννίτζης».
Εκ παραλλήλου κάνει έναν μικρό οικονομικό απολογισμό αφήνοντας αιχμές για τη θητεία του Μαυρομιχάλη, στον οποίο εμμέσως καταλογίζει υψηλό δανεισμό από τον μεγαλέμπορο Εφέσιο ο οποίος ήταν συγγενής, ίσως και ο πεθερός του: «Εν γένει δε προσεπάθησα να χρησιμοποιήσω επωφελώς τους πόρους του τε δημοτικού και εκκλησιαστικού ταμείου. Εύρον χρέη μεγάλα των προκατόχων μου με τον υπέρογκον τόκον δι’ εύπορον δήμον οποίος ο των Καλαμών, των 12%, το πλείσον δε μέρος τούτων οφείλεται εις τον κύριον Εφέσιον. Τα χρέη δε ταύτα δεν ηύξησα ουδαμώς. Προσεπάθησα τουναντίον μα μειώσω επιζητήσας προς εξόφλησιν των χρεών τούτων να πραγματοποιήσω ενυπόθηκον δάνειον παρ΄ατης Τραπέζης, αλλ’ οι έχοντες συμφέρον επέτυχον την ματαίωσον της προσπαθείας μου. Αλλ' ελπίζω αν και αύθις με τιμήσετε διά της εμπιστοσύνης σας, να επιτύχω εις το μέλλον. Αύται εν συντόμω είναι αι πράξεις μου. Οφέιλω δε να ομολογήσω δημοσία ότι εις ταύτας πάσας, ως και εις πάσαν αγαθήν ενέργειαν εύρον πρόθυμον την αρωγήν του Δημοτικού Συμβουλίου προς το οποίον και δημοσίως εκδηλώ την ευγνωμοσύνην μου».
Και καταλήγοντας ζητεί από τους πολίτες να τον ψηφίσουν κινώντας μυστικά την «ψηφοφόρο χείρα»: «Εάν φίλοι συνδημόται εύρητε ότι υπηρέτησα μετά ζήλου και αφιλοκερδώς τα συμφέροντα του τόπου μας και με κρίνητε ικανόν να εξακολουθήσω υπηρετών ταύτα τιμήσατέ με και αύθις διά της εμπιστοσύνης σας. Η μόνη δε παράκλησις την οποίαν απευθύνω ήδη προς υμάς είναι η εξής. Κατά την νέαν εκλογήν προσέξετε να μη παρασυρθήτε ή απατηθήτε από ραδιουργίας ή διαβολάς ή απειλάς ή καταπιέσεις ή από άλλας απατηλάς υποσχέσεις. Αλλά προσερχόμενοι εις την κάλπην να ακούσητε μόνον την φωνήν της συνειδήσεώς σας και συμφώνως προς ταύτην να κινήσητε μυστικά την ψηφοφόρον χείρα σας, και τότε θέλετε υπηρετήσει το συμφέρον του τόπου σας ως χρηστοί και ελεύθεροι πολίται. Οιαδήποτε δε και αν ήναι η απόφασίς σας, φίλοι συνδημόται, θέλω την σεβαστή».
Τελικά τις εκλογές όπως μας πληροφορεί ο “Αριστόδημος” στις 29 Μαΐου 1879 ανακοινώνοντας την απόφαση της “δικαστικής επιτροπής” τις κέρδισε ο Πέτρος Μαυρομιχάλης με 25 ψήφους διαφορά, καθώς πήρε 1.145 ψήφους, έναντι 1.120 του Εμμανουήλ Μπενάκη και 934 του Βασίλη Παλαμάρα. Η επιτροπή έκρινε ότι «η εκλογή είνε έγκυρος διότι και μετά την αφαίρεση των δέκα πέντε ψήφων, όσας συμφωνεί ο προεδρεύων ν’ αφαιρεθώσιν ως άκυροι πάλιν το αποτέλεσμα δεν μεταβάλλεται”. Προεδρεύων ήταν ο νομάρχης Κωνσταντίνος Καλαμίδας ενώ συμμετείχαν ο πρωτοδίκης Ιωάννης Μαλαματένιος και ο επαρχιακός σύμβουλος Μεσσήνης Χαράλαμπος Κούστας. Ακυρώθηκαν όμως γιατί σύμφωνα με μακροσκελή επιστολή του νομάρχη στην ίδια εφημερίδα στις 9 Ιουνίου 1879 «εψηφοφόρησαν εις και τριάκοντα εκλογείς, εστερημένοι της ικανότητας του ψηφοφορείν». Στην ίδια επιστολή αναφέρει πως ακυρώθηκαν πολλές εκλογές σε διάφορα μέρη της Ελλάδας αλλά «περί δύο και μόνον ηγέρθη και εξακολουθεί έτι και νυν μέγας πάταγος: της εκλογής των Καλαμών και της εκλογής του Αιγίου». Ενώ καταγγέλλει για πολιτική εκμετάλλευση τη δολοφονία του τρίτου υποψηφίου Βασιλείου Παλαμάρα που έγινε 43 ημέρες μετά τις εκλογές και δεν είχε σχέση με αυτές. Δεν γνωρίζω από γραπτές πηγές (το αρχείο του “Αριστόδημου” σταματά στις 9 Ιουνίου 1879) αν ο Μαυρομιχάλης κέρδισε την προσφυγή που υπέδειξε ο νομάρχης ή έγιναν επαναληπτικές εκλογές, όμως αυτός ήταν τελικά ο νικητής των εκλογών για μια δεύτερη θητεία μέχρι το 1883 (και μια τρίτη την περίοδο 1887-1899).
Υ.Γ. Περί εκλογής με σφαιρίδιο: Υπήρχε ένα δοχείο για κάθε υποψήφιο χωρισμένο σε δύο διαμερίσματα, το άσπρο και το μαύρο. Γι' αυτό ζητούσε “λευκή” ψήφο ο Μπενάκης, δηλαδή... σταυρό όπως θα λέγαμε σήμερα (από την ψήφο στο μαύρο διαμέρισμα προέκυψε η έκφραση «τον μαύρισε»). Οι ψηφοφόροι έβαζαν το χέρι σε ένα σωλήνα και έριχναν το σφαιρίδιο αλλά για να μην... ακούγεται ο θόρυβος και προσδιορίζεται από ποιό διαμέρισμα ακούγεται έβαζαν από κάτω πανί. Πλην όμως η παραβίαση του απορρήτου γινόταν από την... κλίση του χεριού ο Μπενάκης ζητεί να «κινήσουν μυστικά» στο χέρι. Οι φανατικοί δάγκωναν το μολυβένιο σφαιρίδιο και άφηναν σημάδι, εξ ου και η έκφραση... δαγκωτό.