Για αυτό μετά τη χρεοκοπία του 2010, όταν διακόπηκε η αθρόα χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, οι κυβερνήσεις του Γιώργου Παπανδρέου, του Αντώνη Σαμαρά και του Αλέξη Τσίπρα, που αντιμετώπισαν ανυπέρβλητες δυσκολίες, ζητούσαν επιτακτικά τη βοήθεια της Δύσης, η οποία προσφέρθηκε τελικώς λίγα χρόνια αργότερα στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Οι τρεις αυτοί πρωθυπουργοί, και σχεδόν όλα τα ελληνικά κοινοβουλευτικά κόμματα, έχουν πολλούς λόγους να αποδίδουν τη μακροχρόνια ύφεση στην τιμωρητική διάθεση του ευρωπαϊκού Βορρά και να ισχυρίζονται ότι η ελληνική οικονομία θα είχε ανακάμψει γρηγορότερα αν είχε δημιουργηθεί νωρίς μετά τη χρεοκοπία ένα έκτακτο Ταμείο Ανάκαμψης για τη στήριξη των οικονομιών που επλήγησαν από την κρίση του 2008.
Εννοείται ότι η συζήτηση για την ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας κάθε άλλο παρά ιστορική είναι, αφού και στο μέλλον μετά την ολοκλήρωση των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης, οι ελληνικές κυβερνήσεις θα διεκδικήσουν νέους πόρους από τη Δύση. Η ανάγκη για νέες χρηματοδοτήσεις πηγάζει από την αδυναμία αξιοποίησης των παλαιοτέρων, που δόθηκαν στην ελληνική οικονομική και πολιτική ολιγαρχία για γεωπολιτικούς λόγους. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι ΗΠΑ και η ΕΕ χρηματοδότησαν την παραμονή της Ελλάδας στο δυτικό στρατόπεδο, αλλά η ντόπια άρχουσα τάξη σπατάλησε τους πόρους χρησιμοποιώντας τους αποκλειστικά για την εδραίωση της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας της. Την κατασπατάληση των πόρων στην Ελλάδα επιβεβαιώνει η αξιοποίηση των δυτικών πόρων από τις πρώην κομμουνιστικές ανατολικές χώρες, που ενώ ξεκίνησαν από χαμηλότερο επίπεδο στις αρχές της δεκαετίας του 1990 κατάφεραν (πλην της Βουλγαρίας) να ξεπεράσουν το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας εκφρασμένο σε Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης.
Μέσα σε αυτό το οικονομικό, πολιτικό και γεωπολιτικό πλαίσιο, οι αντοχές της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν θα δοκιμαστούν ούτε στα σύνορα της Βόρειας Μακεδονίας ούτε στη συγκέντρωση του Αλβανού πρωθυπουργού Έντι Ράμα. Δεν θα δοκιμαστούν καν στο Αιγαίο, αφού ο Πρόεδρος της Τουρκίας δεν είναι τρελός να στραφεί αναίτια κατά της Δύσης. Οι αντοχές της ελληνικής κυβέρνησης θα δοκιμαστούν στις Βρυξέλλες και στην Ουάσινγκτον από τους αναθεωρητές εθνικιστές, που αμφισβητούν την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.
Αν στις ευρωεκλογές του Ιουνίου και στις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου επικρατήσουν οι αναθεωρητικές δυνάμεις, η Ελλάδα και όχι μόνο η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να αποφασίσει με «ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει», γνωρίζοντας ότι από τις αποφάσεις της θα κριθεί τόσο η εθνική ακεραιότητα όσο και η βιωσιμότητά της στον 21ο αιώνα. Η Ελλάδα είναι στο κλαμπ των ανεπτυγμένων χωρών, γιατί στον 20ό αιώνα βρέθηκε στο πλευρό των νικητών των δύο Παγκοσμίων Πολέμων και του Ψυχρού Πολέμου. Ουσιαστικά η Ελλάδα δεν έχει λόγους για να εγκαταλείψει τη Δύση. Επειδή όμως στα Βαλκάνια τα εθνικιστικά συνθήματα συχνά καλύπτουν την αδυναμία παραγωγής προϊόντων και πολιτισμού, δεν πρέπει να αποκλειστεί κανένα ενδεχόμενο, ειδικά αν υπάρξει υποδαύλιση των αυτοκτονικών τάσεων από μια δύναμη, όπως η Κίνα, η Ρωσία ή η Τουρκία.
Θανάσης Λαγός