Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στη χώρα μας. Το ανησυχητικό είναι ότι η διακύμανση της τιμής δεν ακολουθεί το νόμο την αγοράς. Η παραγωγή έχει μειωθεί και δεν υπάρχουν στοιχεία ότι έχει μειωθεί δραματικά η κατανάλωση για να δικαιολογείται μια τέτοια κατάρρευση τιμών. Οι ενδείξεις δείχνουν ότι υπάρχουν άλλοι παράγοντες που διαμορφώνουν την τιμή και έχουν να κάνουν με την εμπορία, την τυποποίηση και τα δίκτυα λιανικής.
Το αν υπάρχουν εναρμονισμένες πρακτικές από παράγοντες της αγοράς είναι ένα θέμα που οφείλουν να το διερευνήσουν τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Για να συμβεί αυτό χρειάζεται συνεργασία των εθνικών μηχανισμών στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου αλλά και παρέμβαση των ευρωπαϊκών ελεγκτικών μηχανισμών. Είναι προφανές ότι αυτά δεν πρόκειται να γίνουν αυτόματα, χρειάζεται κυβερνητική και πολιτική πίεση. Χρειάζεται κάποιος να αναλάβει πρωτοβουλία προκειμένου να διερευνηθεί αν η αγορά στο συγκεκριμένο προϊόν λειτουργεί κανονικά ή υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι την καθοδηγούν και την ελέγχουν.
Το πρώτο και βασικό είναι η ελεύθερη λειτουργία της αγοράς. Αν αυτό δεν διασφαλιστεί, το μέλλον των ελαιοπαραγωγών είναι αβέβαιο. Για να το πούμε διαφορετικά, με τιμή του ελαιολάδου στα 2,38 ευρώ το κιλό η παραγωγή κρίνεται ασύμφορη. Τα καλλιεργητικά έξοδα είναι ιδιαίτερα αυξημένα και με τιμή σε αυτό το επίπεδο δεν θα υπάρχει εισόδημα. Σε μια περιοχή, όπως η Μεσσηνία, μια τέτοια εξέλιξη θα είναι απολύτως καταστροφική. Εχει πολλές φορές σημειωθεί ότι τη δεκαετία της κρίσης η περιοχή κρατήθηκε όρθια λόγω της καλής συγκυρίας σε επίπεδο τιμών στο ελαιόλαδο. Η μεταβολή που παρατηρείται σε αυτή τη φάση αν δεν αναστραφεί θα έχει δραματικές επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη. Η Μεσσηνία δυστυχώς εξαρτάται από τη μονοκαλλιέργεια της ελιάς και το ξεκαθάρισμα του τοπίου στην αγορά ελαιολάδου είναι βασικό στοιχείο επιβίωσης. Οι πολιτικές πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση δυστυχώς παραμένουν ζητούμενο, γιατί όλοι τις… γάτες τις σκίζουν μόνο στα μπαλκόνια και στα καφενεία.