Τα υπουργεία, οι περιφέρειες και οι δήμοι χρηματοδοτούν παρεμβάσεις σε εκκλησίες και μοναστήρια. Τα χρήματα που χρησιμοποιούνται προέρχονται κατά βάση από ευρωπαϊκά προγράμματα που αφορούν αναπλάσεις και συντηρήσεις μνημείων. Το βασικό ερώτημα είναι το κατά πόσο αυτές οι χρηματοδοτήσεις βοηθούν στην οικονομική ανάπτυξη του τόπου; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Υπάρχουν μοναστήρια και εκκλησιαστικά μνημεία που προσελκύουν επισκέπτες, είναι σημεία αναφοράς, και τα οποία χρειάζεται να χρηματοδοτηθούν και να αναδειχθούν για να προσφέρουν στην τοπική οικονομία. Σε πολλές όμως περιπτώσεις τα έργα αφορούν εκκλησίες τοπικής σημασίας, οι οποίες θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν από ιδίους πόρους και ιδιωτικές χορηγίες.
Στο ζήτημα της ιεράρχησης των χρηματοδοτήσεων βρίσκεται η απάντηση της ορθολογικής διαχείρισης των διαθέσιμων πόρων. Όλες οι εκκλησίες, τα μοναστήρια αλλά και τα αρχαία μνημεία χρειάζονται συντήρηση, ανακατασκευή και ανάδειξη. Η επιλογή όμως να αναπλαστεί το προαύλιο στην πέρα Παναγιά και όχι η ανάδειξη ενός Μυκηναϊκού τάφου είναι ζήτημα που αποφασίζεται, δυστυχώς, με κριτήρια μικροπολιτικά. Ο παπάς της περιοχής και ο μητροπολίτης, μέσω της επιρροής στο εκλογικό σώμα, φροντίζουν για τη λήψη της απόφασης που επιθυμούν. Οι ψηφοφόροι, μπορεί να πηγαίνουν μια φορά τον χρόνο στην εκκλησία, αλλά θέλουν τη μεγαλοπρέπεια του Βυζαντίου, θεωρώντας ότι αυτή προκύπτει αδαπάνως και συλλέγεται από το παρακείμενο λεφτόδεντρο.
Το πολιτικό προσωπικό είναι δέσμιο της σχέσης εξάρτησης και ενισχύει αυτό που του ζητείται, αδιαφορώντας για την ορθολογική αξιοποίηση των πόρων. Αν οι πόροι ήταν απεριόριστοι να γίνονταν όλα, γιατί, προφανώς, και όλα χρειάζονται. Επειδή όμως αυτό δεν υπάρχει, πρέπει να τεθούν προτεραιότητες που έχουν να κάνουν με τη σημαντικότητα ενός μνημείου και, βέβαια, με το αν παράγεται πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην οικονομία. Οι δεκάδες διάσπαρτες παρεμβάσεις σε όλα τα μνημεία περικόπτουν τη διαθέσιμη πίτα, χωρίς να γίνεται τελικά τίποτα. Η συγκεκριμένη πρακτική έχει κρατήσει πολλά χρόνια και έχει αποδειχτεί ότι οδηγεί στη στασιμότητα και την εγκατάλειψη. Η συνέχισή της το μόνο που προσφέρει είναι να σπαταλά πόρους, δηλαδή την ευκαιρία στα νέα παιδιά να μείνουν στον τόπο τους.