Αυτό έχει ως συνέπεια, αντί να αυξάνει το ΑΕΠ, να μειώνεται συνεχώς ο παραγόμενος πλούτος της χώρας. Την ίδια περίοδο όμως οι καλομαθημένες προνομιούχες ομάδες ζητούν ολοένα και περισσότερα προστατευτικά μέτρα, αντί να ζητούν απελευθέρωση της αγοράς, ώστε να μετακινηθούν οι παραγωγικοί συντελεστές από αντιπαραγωγικές δραστηριότητες σε τομείς που μπορούν επιτέλους να δημιουργήσουν πλούτο.
Υπάρχουν φυσικά και διαφωνίες μεταξύ των προνομιούχων, για τη διανομή των κρατικών δαπανών: Οι κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις ζητούν ρυθμίσεις χρεών, νέες επιδοτήσεις, ενισχύσεις κ.λπ., ενώ οι αμειβόμενοι από τον κρατικό προϋπολογισμό ζητούν αύξηση του εισοδήματός τους με το επιχείρημα ότι έτσι θα αυξηθεί η ενεργός ζήτηση. Εννοείται ότι όλοι τους ξεχνούν βολικά πως η αύξηση των κρατικών δαπανών από την κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή οδήγησε τελικά σε μείωση της παραγωγής, ενώ βεβαίως αύξησε το έλλειμμα και το χρέος.
Σε ανάλογη αύξηση του ελλείμματος και των εισαγωγών -και όχι της παραγωγής- θα οδηγήσει και οποιαδήποτε νέα απόπειρα αύξησης των κρατικών δαπανών. Ο λόγος είναι ότι η ελληνική οικονομία αφενός χρειάζεται πρώτες ύλες και κεφαλαιουχικό εξοπλισμό για να συνεχίσει την παραγωγική της δραστηριότητα και, αφετέρου, δεν μπορεί να παράγει ανταγωνιστικά καταναλωτικά προϊόντα. Ετσι, μια αύξηση των ενισχύσεων προς τις επιχειρήσεις, που προφανώς είναι αναγκαία για την αντικατάσταση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού ο οποίος έχει φθαρεί ή απαξιωθεί, απλώς θα οδηγήσει σε εισαγωγή μηχανημάτων που έτσι κι αλλιώς δεν παράγονται στην Ελλάδα. Ομοίως, μια αύξηση του εισοδήματος των καταναλωτών θα οδηγήσει σε αύξηση της εισαγωγής καταναλωτικών αγαθών - αφού η ελληνική οικονομία έχει σταματήσει να παράγει ανταγωνιστικά προϊόντα, επειδή οι επιχειρήσεις αντί να επιδιώκουν με ορθολογικούς τρόπους το κέρδος κυνηγούσαν τις επιδοτήσεις.
Βεβαίως, σε ιδανικές συνθήκες, ο μεταπολεμικός προστατευτισμός, η αμερικανική βοήθεια, οι αναπτυξιακοί νόμοι και οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις θα έπρεπε να είχαν αξιοποιηθεί από τις ελληνικές επιχειρήσεις για τη δημιουργία ανταγωνιστικών παραγωγικών μονάδων. Δυστυχώς όμως ο προστατευτισμός και οι επιδοτήσεις, αντί να δημιουργήσουν ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, μετέτρεψαν τους Ελληνες επιχειρηματίες σε κυνηγούς του ΕΣΠΑ και των αναπτυξιακών νόμων - με συνέπεια τη θέση τους στην παγκόσμια αγορά να την πάρουν ακόμα και οντότητες που ξεκίνησαν πολύ αργότερα, και μάλιστα από το μηδέν, καθώς είχαν βρεθεί στο σοβιετικό στρατόπεδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τώρα, οι κυνηγοί επιδοτήσεων ζητούν ακόμα μεγαλύτερη προστασία και επιδοτήσεις, γιατί γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν μπορούν να αντέξουν τον ανταγωνισμό. Η προστασία τους όμως, όπως εξηγήσαμε και πριν, δεν θα οδηγήσει σε αύξηση της ελληνικής παραγωγής: Θα οδηγήσει μόνο σε αύξηση των ελλειμμάτων και μακροπρόθεσμα σε αύξηση των δανειακών αναγκών, οδηγώντας σε νέο αδιέξοδο την οικονομία της χώρας.
Παρ' όλα αυτά οι περισσότεροι επιχειρηματίες, επειδή έχουν... ξεχάσει πώς λειτουργεί μια ανταγωνιστική αγορά, αναζητούν πολιτικές λύσεις από το παρελθόν, μεταξύ εθνικισμού και εθνικοσοσιαλισμού. Γι' αυτό απορρίπτουν με μεγάλη ευκολία τους υπερεθνικούς συνασπισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση, πιστεύοντας ότι θα επανακτήσουν τη χαμένη τους ανταγωνιστικότητα με συνεχείς υποτιμήσεις του εθνικού νομίσματος. Ομως οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες του 21ου αιώνα δεν έχουν καμία σχέση με τις αντίστοιχες του 19ου αιώνα που γέννησαν τα έθνη-κράτη και προκάλεσαν τη διάλυση των κραταιών αυτοκρατοριών της Ευρώπης, μέσα από 2 Παγκόσμιους Πολέμους. Σήμερα, όσο πότε άλλοτε τους τελευταίους αιώνες, είναι αδύνατον να πορευτεί μόνο του ένα μικρομεσαίο έθνος-κράτος όπως η Ελλάδα, καθώς η παραγωγική δραστηριότητα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές πρώτων υλών και κεφαλαιουχικών αγαθών που είναι αδύνατον να παραχθούν από τις εγχώριες επιχειρήσεις. Το μόνο που μπορούν λοιπόν να επιλέξουν έθνη-κράτη του μεγέθους της Ελλάδας, αν βγουν έξω από υπερεθνικές οντότητες όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση, είναι να επιλέξουν σε ποια μεγάλη οικονομία θα γίνουν δορυφόροι, προκειμένου να εξασφαλίσουν στους πολίτες τους το καλύτερο δυνατό βιοτικό επίπεδο.
Σε κάθε περίπτωση κανένας δεν μπορεί να προσδιορίσει το μακροπρόθεσμο συμφέρον της Ελλάδας και αν το 2050 θα είναι ακόμα μέλος της Ε.Ε. ή... Πολιτεία των ΗΠΑ, κοινότητα κάποιου χαλιφάτου, ομοσπονδία της Ρωσικής Συμπολιτείας ή ο χωροφύλακας της Κίνας στην Ευρώπη. Κανένα κράτος, επίσης, δεν μπορεί να προσδιορίσει τους παγκόσμιους εμπορικούς κανόνες που θα ισχύουν σε τρεις δεκαετίες, ώστε να προσαρμόσει από τώρα την οικονομία του. Αντιθέτως, όμως, όλα τα σύγχρονα κράτη προσαρμόζουν την οικονομία τους και αποφασίζουν τι θα παράγουν με γνώμονα το κέρδος και με βάση τις εμπορικές και διεθνείς συμφωνίες που ισχύουν τώρα, κι όχι στη φαντασία όσων θέλουν να πάρουν ακόμα περισσότερες επιδοτήσεις και να φύγουν από την Ελλάδα οι ξένες πολυεθνικές.
Θανάσης Λαγός
Εmail: lathanasis@yahoo.gr