Περισσότεροι από εννέα στους δέκα εργαζόμενοι (το 94%) δήλωσαν ότι προτιμούν τη μικρότερη εβδομάδα εργασίας, και αυτό σε μια χώρα που φημίζεται για μια κουλτούρα σκληρής εργασίας και για τα… ατελείωτα ωράριά της. Η δοκιμή έγινε τον Αύγουστο και, σύμφωνα με τα αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν το Νοέμβριο, εκτός από την αύξηση της παραγωγικότητας κατά 40% τον Αύγουστο του 2019, σε σχέση με τον αντίστοιχο περυσινό μήνα, οι εργαζόμενοι είχαν 25% λιγότερο χρόνο απουσίας από τη δουλειά τους. Επίσης μειώθηκε κατά 23% η κατανάλωση ηλεκτρισμού στα γραφεία και κατά 59% η χρήση χαρτιού για εκτύπωση».
Την είδηση αυτή, που έκανε το γύρο του κόσμου τον περασμένο μήνα, θα επέλεγα ως είδηση της δεκαετίας του 2010 - αφού μετά την "4η επανάσταση" τόσο η οικονομική ανάπτυξη όσο και η διεθνής σταθερότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τον ελεύθερο χρόνο που έχουν οι εργαζόμενοι, για να διαθέσουν το εισόδημα που αποκτούν.
Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από το πόσο γρήγορα θα συνειδητοποιήσουν οι πολιτικοί και οικονομικοί ηγέτες την ανάγκη μείωσης του χρόνου απασχόλησης, ώστε να έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας ολοένα και περισσότεροι εργαζόμενοι, η τεχνολογία παραγωγής έχει αλλάξει ήδη τον εργασιακό χάρτη. Σε λίγες δεκαετίες, αν όχι σε λίγα χρόνια, τα ρομπότ και οι τρισδιάστατοι εκτυπωτές θα αντικαταστήσουν πλήρως τα εργατικά χέρια και στην αγορά θα μείνουν μόνο θέσεις εργασίας που δεν μπορούν να αυτοματοποιηθούν. Ισες αν όχι μεγαλύτερες θα είναι και οι αλλαγές λόγω της τεχνητής νοημοσύνης, που μεταξύ άλλων θα αντικαταστήσει ιατρικές ή νομικές υπηρεσίες οι οποίες πριν από λίγα χρόνια προσφέρονταν μόνο από επαγγελματίες.
Εννοείται ότι μέχρι τώρα η βελτίωση της τεχνολογίας προκαλεί κυρίως προβληματισμό και άγχος, καθώς οι εργαζόμενοι ανησυχούν για το δικό τους μέλλον και όχι γενικώς κι αορίστως για την εξέλιξη της παραγωγικής διαδικασίας. Με απλά λόγια: Ο μέσος εργαζόμενος ενδιαφέρεται για τη θέση εργασίας του, αφού από αυτή εξαρτάται το εισόδημά του. Αντιθέτως, δεν δίνει δεκάρα τσακιστή για τη βελτίωση της παραγωγικότητας που θα σημειωθεί αν ο ίδιος χάσει τη δουλειά και το εισόδημά του. Μακροπρόθεσμα βεβαίως θα υπάρξει μια νέα ισορροπία και θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. Ως γνωστόν όμως, σύμφωνα και με τον Τζον Μέιναρντ Κέινς, «μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί» - και άρα δεν έχει νόημα να συζητάμε για μελλοντικές θέσεις εργασίας, χωρίς να διασφαλίσουμε τη διανομή του σημερινού εισοδήματος και τη διεθνή σταθερότητα. Ετσι κι αλλιώς, κανένας δεν μπορεί να είναι σίγουρος για την τεχνολογία παραγωγής που θα επικρατήσει σε περίπτωση κατάρρευσης της παγκόσμιας οικονομίας ή μετά από έναν νέο μεγάλο πόλεμο.
Δυστυχώς όμως δεν ζούμε σε μια ορθολογική κοινωνία, αν και οι περισσότερες αποφάσεις λαμβάνονται με ορθολογικά κριτήρια. Γι’ αυτό θα χρειαστεί, όπως φαίνεται, πολύ χρόνος -και ενδεχομένως πολύ αίμα- μέχρι να συνειδητοποιήσει η ανθρωπότητα ότι υπάρχει ανάγκη αναδιανομής του χρόνου και των εισοδημάτων.
Η τελευταία φορά που έγινε μια αντίστοιχη επανάσταση ήταν όταν καθιερώθηκε το 8ωρο, με παράλληλη αύξηση του μισθού των εργαζόμενων. Ετσι οι εργαζόμενοι απέκτησαν χρήματα για να αγοράζουν στον ελεύθερο χρόνο τους τα καταναλωτικά αγαθά που παρήγαγαν οι επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονταν. Από τότε πέρασε ένας... αιώνας - κι ενώ η τεχνολογία παραγωγής έκανε τεράστια άλματα, σήμερα πολλοί εργαζόμενοι, εκτός από το άγχος του βιοπορισμού, αντιμετωπίζουν και την αγωνία της πιθανής κατάργησης της θέσης εργασίας τους. Και δεν αγωνιούν για το μέλλον τους μόνο οι ανειδίκευτοι εργάτες: Ανησυχούν και οι υψηλής ειδίκευσης ειδικευμένοι εργαζόμενοι, αφού κανένας δεν γνωρίζει αν αύριο θα υπάρχουν γιατροί, αρχιτέκτονες και δικηγόροι ή αν θα υπάρχουν μόνο προγραμματιστές και χειριστές υπολογιστών τεχνητής νοημοσύνης.
Εννοείται ότι η ανησυχία για το μέλλον ρίχνει λάδι στη φωτιά του λαϊκισμού και φέρνει στο πολιτικό προσκήνιο απατεώνες που υπόσχονται επιστροφή στο παρελθόν. Οπως αποδείχτηκε περίτρανα όμως κατά τη διάρκειας της δεκαετούς «ελληνικής περιπέτειας», δεν υπάρχει επιστροφή στο παρελθόν. Αντιθέτως, υπάρχει μόνο η φυγή προς το μέλλον, που απαιτεί συγκρούσεις όχι μόνο με τους... «φωτισμένους» που φοβούνται τα led, αλλά κυρίως με όσους πιστεύουν ότι θα διατηρήσουν το εισόδημά τους διατηρώντας τα προνόμια που τους παραχώρησε το κράτος-πατερούλης, με αντάλλαγμα ψήφους και στήριξη στους πολιτικούς που δεν θέλουν ν’ αλλάξει τίποτα.
Κλείνοντας, θα επαναλάβω για ακόμα μια φορά την εκτίμησή μου πως η νέα οικονομία θα είναι... ταξιδιωτική και ότι θα βασιστεί στην ακόρεστη ανθρώπινη ανάγκη για ταξίδια. Την άποψη αυτή την εξέφρασα πριν τη στηρίξουν στατιστικά οι αριθμοί: Με έσοδα ύψους 1,7 τρισ. δολ. από το 2018, ο διεθνής τουρισμός έγινε σήμερα ο τρίτος μεγαλύτερος εξαγωγικός τομέας, πίσω από τα καύσιμα (με 2,4 τρισ. δολ.) και τα χημικά προϊόντα (με 2,2 τρισ. δολ.). Παράλληλα η ελληνική οικονομία βγήκε από το τούνελ της ύφεσης χάρη στην αύξηση των διεθνών αφίξεων από 24 εκ. το 2014 σε 33 εκ. το 2018.
Μόνο οι Ελληνες πολιτικοί δεν έχουν πάρει ακόμα χαμπάρι ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να παρουσιάσει ιλιγγιώδεις ρυθμούς ανάπτυξης αν απελευθερωθεί η τουριστική αγορά, αντί να μπαίνουν διαρκώς εμπόδια και φόροι.
Βεβαίως, οι Ελληνες πολιτικοί δεν μπορούν να αλλάξουν ούτε τον παγκόσμιο εργασιακό χάρτη ούτε τη διεθνή διανομή του εισοδήματος. Μπορούν όμως να δημιουργήσουν το περιβάλλον στο οποίο θα απελευθερωθούν οι παραγωγικές δυνάμεις των Ελλήνων που προκάλεσαν το τουριστικό θαύμα της τελευταίας τετραετίας, χωρίς επιδοτήσεις ή δανεικά κι αγύριστα. Ετσι κι αλλιώς, o εργαζόμενος του μέλλοντος θα είναι... επιχειρηματίας.
Θανάσης Λαγός