Προφανώς δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι η ελληνική οικονομία δεν έχει την "πολυτέλεια" να χρεοκοπήσει για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα χρόνια – και ότι σε περίπτωση νέας χρεοκοπίας θα κλονιστούν επικίνδυνα τα θεμέλια της δημοκρατίας.
Αν τα ελληνικά κόμματα είχαν συνειδητοποιήσει την κρισιμότητα της κατάστασης, δεν θα έθεταν τόσο ψηλά στην πολιτική τους ατζέντα ούτε το θέμα της αστυνόμευσης των πανεπιστημίων, ούτε το θέμα της μεταγωγής του βαρυποινίτη Δήμητρη Κουφοντίνα σε άλλη φυλακή. Ουσιαστικά η σύγκρουση για τα δήθεν εμβληματικά θέματα της αστυνόμευσης των πανεπιστημίων και της μεταγωγής του βαρυποινίτη Δήμητρη Κουφοντίνα αποδεικνύουν ότι η πολιτική και πνευματική ηγεσία έχει περιχαρακωθεί στο κέντρο της Αθήνας, αδυνατώντας να κατανοήσει τις ανάγκες της υπόλοιπης κοινωνίας.
Συγκριμένα δεν μπορεί να καταλάβει ότι ο μέσος πολίτης αισθάνεται ανασφάλεια εξαιτίας των κλοπών και ότι, καλώς ή κακώς, δεν δίνει δεκάρα τσακιστή για τις καταλήψεις στα πανεπιστήμια. Γιατί δεν δίνει δεκάρα τσακιστή για τις καταλήψεις; Επειδή έχει ενημερωθεί από το γιο του ή την ανιψιά του τόσο για τις πελατειακές σχέσεις των καθηγητών με τους καταληψίες όσο και για τη διανομή των μεταπτυχιακών μέσω των φοιτητικών παρατάξεων. Οι νεότεροι που έχουν σπουδάσει ήταν οι ίδιοι αυτόπτες μάρτυρες σε αυτό το αλισβερίσι, και γι’ αυτό δεν πιστεύουν τους πολιτικούς που ανελίχθηκαν εκμεταλλευόμενοι το κομματικό δίκτυο στα πανεπιστήμια. Ετσι κι αλλιώς η πανεπιστημιακή κοινότητα, αν ήθελε, θα έλυνε μόνη της τα προβλήματά της απομονώνοντας όσους τη δυσφημούν. Η εκπαιδευτική κοινότητα δεν θέλει όμως να κόψει τον ομφάλιο λώρο που τη συνδέει με την "αιώνια εφηβεία", γιατί πίσω από τις καταλήψεις κρύβονται ευκολότερα οι αρπαχτές των καθηγητών και η απουσία επιστημονικού και εκπαιδευτικού έργου.
Σε κάθε περίπτωση, η πανεπιστημιακή κοινότητα δεν πρόκειται να αλλάξει αν δεν θέλει η ίδια να αλλάξει. Και δυστυχώς στην πλειοψηφία της δεν θέλει να αλλάξει. Γι’ αυτό η κυβέρνηση δεν έπρεπε εν μέσω πανδημίας να ανοίξει ένα μέτωπο που μπορεί να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις όταν επιστρέψουν οι φοιτητές στα πανεπιστήμια. Και όταν λέμε ανεξέλεγκτες, εννοούμε κυριολεκτικά ανεξέλεγκτες, καθώς πλέον τα κόμματα δεν έχουν την ισχύ να σταματήσουν, όπως στο παρελθόν, μια βίαιη κινητοποίηση διαμαρτυρίας. Το "θηρίο" που εξέθρεψαν τα κόμματα έχει αυτονομηθεί και απειλεί πλέον και τα ίδια τα κόμματα.
Εννοείται ότι αυταπάτες για την έκβαση της σύγκρουσης στα πανεπιστήμια δεν έχει μόνο η κυβέρνηση, αλλά και η αριστερή αντιπολίτευση, που πιστεύει ότι θα αποκομίσει εκλογικά οφέλη αν γίνει η πολιτική “ουρά” ανεξέλεγκτων κοινωνικών ομάδων. Τις αυταπάτες αυτές ενισχύει η λανθασμένη ανάγνωση της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ προς το Μαξίμου, που αποδίδεται στο κίνημα των Αγανακτισμένων, αγνοώντας επιδεικτικά τόσο την "αυτοκτονία" του ΠΑΣΟΚ όσο και τα εγκληματικά λάθη του παλιού δικομματισμού. Αξίζει πάντως να υπενθυμίσουμε ότι τα "Δεκεμβριανά" του 2008 παραλίγο να εξαφανίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ από την πολιτική σκηνή, αν και πριν τα βίαια επεισόδια το κόμμα της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης κατέγραφε διψήφια δημοσκοπικά ποσοστά. Ανεξάρτητα πάντως από την ανάγνωση της πορείας του Αλέξη Τσίπρα προς το Μαξίμου, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να γίνει μαζικό κόμμα σαν το πάλαι ποτέ ισχυρό ΠΑΣΟΚ – και η αδυναμία του αυτή καταγράφεται τόσο στα συνδικάτα όσο και, κυρίως, στις αυτοδιοικητικές εκλογές.
Ουσιαστικά ο κομματικός μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ισχνός – και ενώ μιλά π.χ. συχνά για “αστυνομοκρατία”, αδυνατεί να αναδείξει θέματα όπως η έλλειψη αστυνόμευσης σε γειτονιές και χωριά. Πολλές φορές μάλιστα, ακόμα και τα υψηλόβαθμα κομματικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ παρασύρονται από την επαναστατική φρασεολογία της πρώτης νεότητάς τους, και στρέφονται κατά της… καθεστωτικής μεσαίας τάξης που οδήγησε με την ψήφο της τον Αλέξη Τσίπρα στο Μέγαρο Μαξίμου. Τα ίδια στελέχη προφανώς δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι η μεσαία τάξη το 2019 γύρισε την πλάτη στον ΣΥΡΙΖΑ επειδή δεν είχε πρόταση για την οικονομία, όχι επειδή δεν ήταν ριζοσπαστικοί οι νόμοι για την αποφυλάκιση των βαρυποινιτών.
Σε κάθε περίπτωση η μεσαία τάξη, μετά από μια θυελλώδη δεκαετία, αναζητά μια όαση ηρεμίας και δύσκολα θα ακολουθήσει ηγέτες σε νέες συγκρούσεις για τη νομή της εξουσίας. Γι’ αυτό όχι μόνο η κυβέρνηση, αλλά και η αντιπολίτευση, αν θέλουν να επιβιώσουν πολιτικά πρέπει να αφήσουν πίσω τους τις άγονες συγκρούσεις και να δραπετεύσουν στο μέλλον, καταθέτοντας προτάσεις για το μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Αν συνεχίσουν να συγκρούονται, ο μέσος ψηφοφόρος απλώς θα τους ξαναγυρίσει την πλάτη, όπως έκανε στην κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά το 2015 και του Αλέξη Τσίπρα το 2019.
Θανάσης Λαγός