Απάντησα τότε ότι η πρόβλεψη ήταν ασφαλής γιατί πολλοί ψηφοφόροι που είχαν απογοητευτεί πλήρως από την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Τσίπρα αναζητούσαν απλώς μια αφορμή για να την εγκαταλείψουν προς διάφορες κατευθύνσεις – και εκτός από τη Νέα Δημοκρατία δεν διαγραφόταν κάποια άλλη σοβαρή εναλλακτική πρόταση στον ορίζοντα. Το Ιούνιο του 2018 η κυβέρνηση Τσίπρα, υπογράφοντας τη Συμφωνία των Πρεσπών, απλώς έδωσε την αφορμή που ήθελαν οι ψηφοφόροι για να μετακινηθούν, και η Νέα Δημοκρατία αξιοποίησε πολιτικά το θόρυβο που προκλήθηκε, αν και γνώριζε ότι δεν θα ακυρώσει τη Συμφωνία με τη Βόρεια Μακεδονία.
Ετσι, στις εκλογές της 7ης Ιουλίου, σε σχέση με το Σεπτέμβριο του 2015, η Νέα Δημοκρατία αύξησε την εκλογική της δύναμη κατά 725.020 ψήφους, ενώ η δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ μειώθηκε κατά 145.346 ψήφους. Συγκεκριμένα, στις 7 Ιουλίου η Νέα Δημοκρατία ψηφίστηκε από 2.251.426 πολίτες και ο ΣΥΡΙΖΑ από 1.781.180.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τον Ιανουάριο του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ψηφιστεί από 2.245.978 πολίτες και η Νέα Δημοκρατία από 1.718.694. Διαπιστώνουμε ότι ουσιαστικά, κατά τη διάρκεια της τετραετίας, η δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ μειώθηκε κατά 464.789 ψήφους, ενώ η εκλογική δύναμη της Νέας Δημοκρατίας αυξήθηκε κατά 532.273.
Με δεδομένο ότι είναι λίγοι οι ψηφοφόροι που μετακινήθηκαν απευθείας μεταξύ των δύο κομμάτων, εύκολα διαπιστώνουμε ότι η Νέα Δημοκρατία απορρόφησε μεγάλο αριθμό ψήφων που είχαν αποσπάσει τον Ιανουάριο του 2015 το Ποτάμι (373.924) και οι Ανεξάρτητοι Ελληνες (293.263). Αντιθέτως ο ΣΥΡΙΖΑ είχε διαρροές κυρίως προς τα αριστερά του, καθώς η ΜέΡΑ 25 του Γιάνη Βαρουφάκη συγκέντρωσε στις 7 Ιουλίου 194 233 ψήφους και η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου 82.673.
Κάπου εδώ, αν και επισήμως η αριστερή προπαγάνδα αμφισβητεί τα πρωτεία των αριθμών, τα στοιχεία θα πρέπει να προβληματίσουν την ηγεσία όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της ευρύτερης Αριστεράς, καθώς οι αριθμοί δείχνουν ότι η Κεντροαριστερά δύσκολα θα επιστρέψει στην εξουσία δίχως τις αντισυστημικές ψήφους. Αν όμως η Αριστερά στηρίξει την αντιπολιτευτική της τακτική στην αντισυστημική ρητορική, κινδυνεύει να σπρώξει περισσότερους κεντρώους και κεντροαριστερούς ψηφοφόρους προς τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, που υπουργοποιώντας το Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και τη Λίνα Μενδώνη απέδειξε πως δεν φοβάται τη διεύρυνση προς τα αριστερά.
Σε κάθε περίπτωση η αποτυχία της κυβέρνησης Τσίπρα στον τομέα της οικονομίας έδωσε στον Κυριάκο Μητσοτάκη την ευκαιρία να αναλάβει πρωτοβουλίες με στόχο να αυξήσει το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών. Αν η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αυξήσει πράγματι το διαθέσιμο εισόδημα, θα καταφέρει για πρώτη φορά μετά το 1981 να αμφισβητήσει με αξιώσεις και την αριστερή ηγεμονία που χτίστηκε με δανεικά και πόρους της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Γιατί δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα (δεν έχει καμία σημασία στην εφαρμοσμένη πολιτική) οι περισσότεροι Ελληνες έχουν ταυτίσει τη μεταπολιτευτική βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου με το σοσιαλισμό του ΠΑΣΟΚ, γι’ αυτό και εξακολουθούν να πιστεύουν ακόμα σε μεγάλο βαθμό ότι η ευημερία ενός έθνους εξαρτάται κυρίως από τις κυβερνητικές δαπάνες. Στην εδραίωση αυτής της αντίληψης συνέβαλε και η λαϊκή δεξιά πολιτική που θεωρεί το κράτος (και όχι την ιδιωτική πρωτοβουλία) ατμομηχανή της οικονομίας.
Η αντίληψη αυτή δοκιμάστηκε σκληρά στην κρίση του 2008, όταν η αγορά αμφισβήτησε την ικανότητα του ελληνικού κράτους να αναχρηματοδοτήσει τα χρέη του. Στην αρχή της ύφεσης οι πολίτες αρνούνταν πεισματικά να παραδεχτούν ότι οι συνήθεις συνταγές της λαϊκής Δεξιάς και του ΠΑΣΟΚ δεν μπορούν να αποδώσουν καρπούς. Στην πραγματικότητα όμως, η κεϊνσιανή συνταγή της αύξησης των δαπανών οδήγησε σε αύξηση του ελλείμματος και στην άτυπη χρεοκοπία του 2010. Τότε οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας άρχισαν να εγκαταλείπουν μαζικά τα δυο κόμματα, ζητώντας ουσιαστικά επιστροφή στον "κεϊνσιανό παράδεισο" του 20ού αιώνα. Χρειάστηκε να κυβερνήσει η Ριζοσπαστική Αριστερά, για να διαπιστώσουν οι περισσότεροι πολίτες ότι η παραγωγή πλούτου και η διανομή του δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την πολιτική βούληση της εκάστοτε κυβέρνησης... Και ενώ οι περισσότεροι Ελληνες είχαν ήδη αρχίσει να αμφισβητούν -για πρώτη φορά μετά το 1981- την ικανότητα της Αριστεράς να παράγει πλούτο, ο Αλέξης Τσίπρας το Μάρτιο έδωσε τη χαριστική βολή στην κυβέρνησή του μιλώντας για "ολιγαρκή αφθονία".
Με απλά λόγια, ας διαλύσουμε και τις τελευταίες αριστερές ψευδαισθήσεις: Οι Ελληνες ούτε αριστεροί είναι ούτε λιτοδίαιτοι. Καλοπερασάκηδες είναι και λάτρεψαν το ΠΑΣΟΚ επειδή μοίραζε δεξιά κι αριστερά δανεικά και επιδοτήσεις. Και τα προβλήματα για τα αριστερά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα παγκοσμίως ξεκίνησαν όταν τελείωσαν τα δανεικά και ξεκίνησε η ουσιαστική συζήτηση για την παραγωγή πλούτου. Προσωπικά δεν θα εκπλαγώ αν στις επόμενες εκλογές ένας Ελληνας Μακρόν στείλει εκτός Κοινοβουλίου κόμματα που σήμερα θεωρούμε πυλώνες της Κεντροαριστεράς. Αλλά είναι πρόωρη ακόμα η συζήτηση για το μέλλον της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα. Ετσι κι αλλιώς το μέλλον της βρίσκεται στα χέρια της... κυβέρνησης Μητσοτάκη.