“Όπως κλείνεις το ραδιόφωνο, κρακ, έτσι. Εκεί έγινε. Όταν ήμουν επάνω στη σχεδία, το πλοίο είχε χαθεί. Είχε πολύ κόσμο μέσα το πλοίο. Ήταν 250 άτομα που έφυγαν…”, μας λέει ο Καλαματιανός Ηλίας Τριαντάφυλλος, επιζών του ναυαγίου, νεαρός τότε σμηνίτης και μετέπειτα ναυτικός με ειδικότητα ηλεκτρολόγου και μάλιστα στην θαλαμηγό «Χριστίνα» του Ωνάση. Στις 7.20 το βράδυ της 7ης Δεκεμβρίου του 1966 αναχωρεί με το οχηματαγωγό «Ηράκλειον» από το λιμάνι της Σούδας με προορισμό τον Πειραιά, κάτω από κακές καιρικές συνθήκες, με ανέμους κοντά στα 9 Μποφόρ.
Έξι ώρες μετά, στην περιοχή της Φαλκονέρας, το πλοίο κλυδωνιζόταν έντονα όταν “σε μια στιγμή κάνω έτσι, ήταν και κάτι άλλοι άνθρωποι εκεί, δεν τους ήξερα, και έσπασε η μικρή μπουκαπόρτα προς τη μεριά της πλώρης, τότε πέσανε δύο ΙΧ στη θάλασσα· μετά από λίγο σπάει και η πίσω μπουκαπόρτα, η μεγάλη που μπαίνανε τα φορτηγά…”, συνεχίζει ο Ηλίας Τριαντάφυλλος.
Σύντομα το γκαράζ του πλοίου πλημμυρίζει, το βαπόρι παίρνει απότομη κλίση και πολύς κόσμος εγκλωβίζεται κάτω στις καμπίνες. Στα παγωμένα νερά του Αιγαίου χάνονται περισσότεροι από 200 επιβάτες.
«Ο ΣΩΖΩΝ ΕΑΥΤΟΝ ΣΩΘΗΤΩ»
Και η διήγηση συνεχίζεται: “Εκείνη την ώρα ήταν «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Πήρα ένα σωσίβιο, το φόρεσα πάνω από τη στολή, το ’δεσα κι αρχίσαμε να κατεβαίνουμε από κει που είναι οι βάρκες, από την έξω μεριά του πλοίου. Μόλις έγειρε το βαπόρι, φύγαμε τρέχοντας όλοι και πέσαμε στη θάλασσα”. Μετά, για τον Ηλία Τριαντάφυλλο και τους άλλους ναυαγούς, άρχισε ο Γολγοθάς· το κολύμπι μέσα στη θάλασσα. “Κολύμπαγα μαζί με έναν που τον λέγανε Φλυτζάνη, ήτανε παραμάγειρας του πλοίου. Ακούγαμε κάτι φωνές, «ελάτε κατά δω ρε παιδιά» και πήγαμε. Ήταν 5-6 σχεδίες, βαρέλια πετρελαίου άδεια, στα οποία έχουν φτιάξει κατάστρωμα και τα έχουνε ντύσει με ξύλο. Ητανε δύο επάνω, πιαστήκαμε κι εμείς και περιμέναμε να δούμε τι θα γίνει. Μετά χάνεται ο ένας, ο οποίος ήτανε γεροντάκι, λοστρόμος του πλοίου, έτσι μου είπανε, πρέπει να πάγωσε και τον πήρε η θάλασσα.
Ήρθε ένας και με έπιασε από τα πόδια, σαν τανάλιες τα χέρια του. Να του φωνάζω «άσε με, ρε! Άσε με!», σε μια στιγμή γυρίζω το χέρι μου πίσω και τον πιάνω από το σβέρκο, τότε με άφησε. Τον βοήθησα. Αυτός λεγότανε Κληρονομάκης Μανώλης. «Ανέβα πάνω», του λέω «και πιάσου». Ανέβηκα κι εγώ επάνω, μετά άρχισε όλος ο Γολγοθάς, όλη τη νύχτα, το κρύο…”.
ΧΑΡΗ ΣΤΟ ΜΑΖΟΥΤ
Στη μαρτυρία του διασωθέντα ναυαγού Ηλία Τριαντάφυλλου ξεχωρίζει η περιγραφή για το πώς έμεινε γαντζωμένος πάνω στη σχεδία για περισσότερες από 10 ώρες. Αυτός και οι άλλοι ναυαγοί σώθηκαν χάρη στη διαρροή του μαζούτ από το «Ηράκλειον». “Είχε κάτσει στα ρούχα επάνω και στο πρόσωπο, εάν έκλεινες τα μάτια δεν ανοίγανε μετά. Τα άνοιγες και πονάγανε τα τσίνορα. Είχε κοκαλώσει η στολή από το μαζούτ που επέπλεε, κι εκεί που άρχιζες να ζεσταίνεσαι λίγο, να μην νιώθεις εκείνο το κρύο που ένιωθες, ερχόταν ένα κύμα, σε έβρεχε, πάλι απ’ την αρχή”, περιγράφει. Το μαζούτ ήταν ό,τι απέμεινε για να θυμίζει το βαπόρι, αφού γυρίζοντας ο Ηλίας Τριαντάφυλλος το βλέμμα προς το «Ηράκλειον» “μετά από λίγη ώρα, την πρώτη φορά, η καρίνα είχε γίνει κατάστρωμα, και τη δεύτερη φορά φαινόταν μόνο η προπέλα και το τιμόνι· είχε αρχίσει να βυθίζεται. Έπειτα άρχισε ο Γολγοθάς της νύχτας, να ξεπεράσουμε τη νύχτα, το κρύο πιο πολύ. Εγώ άντεξα στο κρύο γιατί ήμουνα και χειμερινός κολυμβητής πιτσιρίκος, και μας γλύτωσε το πετρέλαιο… Ε, μετά μόλις ξημέρωσε, η Φαλκονέρα δεν φαινότανε, φαινότανε η Μήλος, η Αντίμηλος”.
Η διάσωσή τους έγινε αφού έμειναν γαντζωμένοι στη σχεδία όλη τη νύχτα, μέχρι το επόμενο μεσημέρι. “Η βοήθεια άργησε να ’ρθει πολύ, όταν είχε βγει ήλιος, ντάλα εκεί πάνω. Μετά τις 8-9 η ώρα, είδαμε το πρώτο αεροπλάνο, το οποίο ήταν του βασιλιά και ρίχνανε φωτοβολίδες πράσινες, άμα βλέπανε και κανένας κολύμπαγε πράσινες, και άμα βλέπανε πτώματα, κόκκινες”.
“ΟΡΓΗ ΓΙΑΤΙ ΠΗΓΕ ΤΟΣΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΣΑΜΠΑ”
Φτάνοντας μεσούρανα ο ήλιος, “θυμάμαι ότι ήρθε το ένα βαπόρι, το Άνδρος, ένα ελληνικό ήτανε, με ξένη σημαία, πήγαινε για Ιταλία και έκανε μανούβρες, πετάξανε το σκοινί”, είχαν πια διασωθεί. “Μετά μας φέρανε θυμάμαι στο βαπόρι ένα νεροπότηρο ρούμι, δεν καταλάβαινα τι έπινα και μετά βγάλαμε τα ρούχα όλα, πλυθήκαμε με καθαρό πετρέλαιο για να φύγουνε τα μαζούτ”. Όσο τα θυμάται ο Ηλίας Τριαντάφυλλος, οργίζεται. “Ήμαστε 13 σμηνίτες, η εφημερίδα έγραφε δύο, εμένα και τον Τριανταφυλλίδη, που πνίγηκε. Πολύς, πολύ περισσότερος κόσμος πνίγηκε. Εμείς είχαμε βγάλει εισιτήριο απ’ έξω. Αν το έβγαζες μέσα στο πλοίο πλήρωνες 10 δραχμές λιγότερο. Λοιπόν, όσοι βγάλανε μέσα, δεν φανήκανε σαν επιβάτες”. Ακόμη αισθάνεται οργή, “οργή, γιατί πήγε τόσος κόσμος τσάμπα…”.
Ο κ. Τριαντάφυλλος διάβασε και το βιβλίο “Το Ναυάγιο”, το οποίο έγινε σίριαλ και προβάλλεται από το MEGA. “Μου ’φερε κι ένα βιβλίο ο εγγονός μου και έχουν φτιάξει και το σίριαλ, το οποίο είναι μυθοπλασία για μένα. Άλλοι, δεν ξέρω τι λένε… Ο καθένας λέει την άποψή του”.
Η ιστορία του ναυαγίου για τον επιζώντα Ηλία Τριαντάφυλλο κλείνει στην Πύλο, όπου το “Άνδρος” μετέφερε τους ναυαγούς. “Μας βγάλανε, μας πήγανε στο Νοσοκομείο της Πύλου. Κάτσαμε δύο μέρες στο νοσοκομείο, ήρθε ο εισαγγελέας Πατακιάς απ’ την Καλαμάτα και του λέω -γιατί ήτανε εντολή να πάμε όλοι στο Τζάνειο- «εγώ δεν πάω στο Τζάνειο, εγώ είμαι Καλαματιανός, έχει έρθει ο αδελφός του πατέρα μου με ταξί για να με πάρει. Θα φύγω, δεν έχω πάθει τίποτα». Κι έφυγα. Και μετά πήγα και παρουσιάστηκα στην Αεροπορία στην Αθήνα”.