Πίσω, όμως, από τον επικοινωνιακό κουρνιαχτό, είναι δύσκολο να κρυφτούν τόσο οι υπερβολές για τις επιπτώσεις του Προεδρικού Διατάγματος στην ερήμωση της υπαίθρου όσο και η υποκρισία εκείνων που τώρα δηλώνουν αντίθετοι στους περιορισμούς δόμησης, ενώ γενικά δεν επιθυμούν να αλλάξει το υπερπροστατευτικό Σύνταγμα του 1975, που «υπαγορεύει» τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες περιορίζεται η δόμηση. Σε κάθε περίπτωση, η ερήμωση της υπαίθρου έχει οικονομικά και κοινωνικά αίτια, τα οποία δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τον περιορισμό της δόμησης στις τοπικές κοινότητες.
Ουσιαστικά, δεν υπάρχει ζήτηση για πρώτη κατοικία στη συντριπτική πλειονότητα των τοπικών κοινοτήτων, ενώ υπάρχει ζήτηση για εξοχική κατοικία σε πολλούς παραθεριστικούς οικισμούς. Το Προεδρικό Διάταγμα 129/2025 στερεί, λοιπόν, το όνειρο χιλιάδων Ελλήνων για εξοχικό στο χωριό τους ή σε κάποιον άλλο οικισμό, που θεωρείται ιδανικός παραθεριστικός προορισμός. Το όνειρο αυτό συνδέεται, τις περισσότερες φορές, με τη διαχείριση του συντάξιμου χρόνου, και για τον λόγο αυτό όποιος πολιτικός φορέας το υποτιμήσει, κινδυνεύει να βρεθεί στο περιθώριο εξαιτίας της αναπόφευκτης σύγκρουσής του με την πανίσχυρη κοινωνική ομάδα των συνταξιούχων.
Έτσι κι αλλιώς, όμως, κάθε συζήτηση για πολεοδόμηση και χωροταξία είναι τουλάχιστον υποκριτική σε μια χώρα, όπου μέχρι πρόσφατα κυριαρχούσε η αυθαίρετη δόμηση και η κομματική πλειοδοσία για τη νομιμοποίηση των αυθαίρετων. Αν στο κάδρο προστεθεί και το θεσμικό πλαίσιο, το οποίο εμποδίζει την ολοκλήρωση των πολεοδομικών μελετών της Βέργας, της Μικρής Μαντίνειας και του Ασπροχώματος, που ξεκίνησαν το 1995, έχουμε μπροστά μας την εικόνα του πολεοδομικού χάους, το οποίο απλώς επιδεινώνεται από τις «πράσινες» αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας.