Συγκεκριμένα οι βουλευτές ρωτούν τον υπουργό Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας «εάν η νέα υφιστάμενη τιμολογιακή πολιτική υποστηρίζει το κοινωνικό σύνολο και ειδικότερα τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα ή εξυπηρετεί μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και εν τέλει την πλήρη απελευθέρωση της ενέργειας».
Στο κείμενο της ερώτησης επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι από 1 Ιανουαρίου 2013 μεταβλήθηκαν οι διαβαθμίσεις χρέωσης από 7 σε 3, με αποτέλεσμα να υπάρξει «κρυφή» αύξηση της χρέωσης των μικρών και μεσαίων εισοδημάτων. Επίσης με ισχύ από 25 Ιουλίου 2014, από την πρώην Διοίκηση της ΔΕΗ και με τη σύμφωνη γνώμη της πρώην πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Υποδομών, άλλαξε εκ νέου η διαβάθμιση και απέμειναν μόνο 2 κλίμακες. Σύμφωνα λοιπόν με τους ερωτώντες βουλευτές, «η μείωση των κλιμάκων από 7 τελικώς σε 2 συνεπάγεται αυτόματα την περαιτέρω οικονομική επιβάρυνση των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων και μάλιστα μέσα σε μια χρονική περίοδο 2,5 χρόνων ύφεσης, αποπληθωρισμού και συνολικής δραματικής υποβάθμισης των εισοδημάτων των πολιτών».
Επίσης επισημαίνεται ότι ανάλογη άνιση μεταχείριση καταγράφηκε και στην περίπτωση χρέωσης των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΜμΕ) «για τις οποίες επήλθε αύξηση της χρέωσης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ αντίθετα στις μεγάλες και πολύ μεγάλες επιχειρήσεις η αύξηση της χρέωσης δεν ήταν αντίστοιχη».
Ερωτάται λοιπόν υπουργός, «σε ποιες ενέργειες προτίθεται να προβεί ώστε να αρθεί αυτή η καταφανής άνιση μεταχείριση, στις χρεώσεις προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και στις ρυθμιζόμενες χρεώσεις των τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας της ΔΕΗ Α.Ε., των μεσαίων και χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων της κοινωνίας για να ενισχυθεί η διαρρηγμένη από τα μνημόνια και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές κοινωνική συνοχή;» - καθώς επίσης «εάν η νέα υφιστάμενη τιμολογιακή πολιτική υποστηρίζει το κοινωνικό σύνολο και ειδικότερα τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα ή εξυπηρετεί μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και εν τέλει την πλήρη απελευθέρωση της ενέργειας».