Οι περιοχές αυτές από τη δεκαετία του 1950 είχαν στηρίξει την οικονομική τους ανάπτυξη αποκλειστικά στην εκμετάλλευση του λιγνίτη για παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, θέλοντας να εναρμονιστεί γρήγορα η χώρα με το στόχο για μείωση εκπομπής αερίου του θερμοκηπίου και να δώσει ταυτόχρονα ώθηση στις επενδύσεις για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, έβαλε ψηλά τον πήχη απεξάρτησης της χώρας από το λιγνίτη. Το 2028 όμως είναι... αύριο, και οι περιοχές αυτές δεν έχουν κυριολεκτικά καμία άλλη ορατή οικονομική δυνατότητα και διέξοδο.
Δεν χωράει αμφιβολία ότι η χώρα θα πρέπει να ακολουθήσει «πράσινη πολιτική» στον τομέα της ενέργειας. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει σε βάρος ολόκληρων περιοχών οι οποίες πληρώνουν διπλό κόστος, καθώς και οικολογικά έχουν καταστραφεί με την εξόρυξη και την καύση λιγνίτη επί δεκαετίες και οδηγούνται τώρα σε οικονομικό στραγγαλισμό.
Το να υποστηρίξει κάποιος σήμερα ότι μπορούμε να συνεχίσουμε να καίμε λιγνίτη είναι άτοπο. Είναι μια μάχη η οποία δεν έχει κανένα νόημα. Ο λιγνίτης ως βασικό καύσιμο παραγωγής ενέργειας πρέπει να αποτελέσει και θα αποτελέσει παρελθόν. Οι λιγνιτικές περιοχές δεν μπορούν όμως να αφεθούν στη μοίρα τους.
Η Μεγαλόπολη αποτελεί μέρος της ευρύτερης περιοχής μας και η οικονομική της ανάπτυξη αφορά το σύνολο της τοπικής οικονομίας. Το σταμάτημα των λιγνιτικών μονάδων είναι απαραίτητο να συνοδευτεί από ένα ολοκληρωμένο εναλλακτικό πλαίσιο επενδύσεων.
Η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να παρουσιάσει ολοκληρωμένο αναπτυξιακό σχέδιο και συγκεκριμένες επενδύσεις που θα επιτρέψουν στις περιοχές αυτές να μείνουν ζωντανές. Είναι ευθύνη των τοπικών παραγόντων να το απαιτήσουν και να το επιβάλουν. Δεν είναι εύκολο, αλλά είναι απολύτως δίκαιο και αναγκαίο.