Κυριακή, 29 Ιουλίου 2018 12:51

Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Η Πρώτη (β' μέρος)

Γράφτηκε από τον

 

Γράφει ο Γιάννης Α. Μπίρης

Kάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Η Πρώτη (α' μέρος)

Μια περιγραφή της οχύρωσης στην Πρώτη έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον: Στη μέση  περίπου της “ουράς” και στα ανατολικά υπάρχει ο μικρός όρμος της Βουρλιάς. Πάνω από τον μικρό όρμο και δυτικά υπάρχει ένας λόφος οχυρωμένος με αρχαίο τείχος με πάχος περίπου ένα μέτρο. Το τείχος αυτό έχει κατασκευασθεί από καλοδουλεμένους ογκόλιθους και χωρίζεται σε δύο μέρη, βόρειο και νότιο, από άλλο ενδιάμεσο τείχος που διατρέχει από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Τα δύο μέρη επικοινωνούν μεταξύ τους με μικρό άνοιγμα και με λίθινη κλίμακα. Στα ανατολικά του τείχους υπήρχε η πύλη του οχυρού καθώς και δύο ορθογώνιοι πύργοι που το υπεράσπιζαν. Στα νότια αυτής της κεντρικής πύλης υπάρχει ημιτελής βραχίονας (βέργα) του τείχους που έχει κατεύθυνση προς τη θάλασσα και είχε σκοπό την προστασία του οχυρού από την ευάλωτη πλευρά του στον όρμο της Βουρλιάς.

Πιο κάτω από το οχυρό και στα μισά του δρόμου που οδηγεί σ’ αυτό από τον όρμο της Βουρλιάς, υπάρχει η βάση ενός μικρού κυκλικού πύργου, με διάμετρο περίπου εννέα μέτρα που έχει χτιστεί με καλοδουλεμένους ογκόλιθους. Η κατασκευή της βάσης του πύργου είναι ημιτελής και φαίνεται ότι η ανέγερσή του δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Στα νοτιοανατολικά της κατασκευής υπάρχουν περίπου 50 κατεργασμένοι ογκόλιθοι που προορίζονταν όπως φαίνεται για την ανέγερση του πύργου. Η διακοπή των εργασιών της ανέγερσης του κυκλικού πύργου αλλά και της βέργας του τείχους στον όρμο της Βουρλιάς, ίσως δίνει και την απάντηση στη χρονολόγηση της οχύρωσης. Υπάρχουν δύο υποθέσεις:

1) Μετά την κατάκτηση της Πύλου οι εργασίες της οχύρωσης της Πρώτης μπορεί να άρχισαν το 422 π.Χ. και να διεκόπησαν το 421 π.Χ. μετά τη σύναψη της Νικιείου ειρήνης. Ετσι αφού δεν ολοκληρώθηκαν τα οχυρωματικά έργα στην Πρώτη, η προσπάθεια της οχύρωσης θεωρήθηκε ασήμαντο γεγονός και γι’ αυτό δεν αναφέρεται στην Ιστορία του Θουκυδίδη.

2) Οι εργασίες της οχύρωσης άρχισαν το 410 π.Χ. και διεκόπησαν με την κατάληψη της Πύλου από τους Σπαρτιάτες το 409 π.Χ. Σ’ αυτή την υπόθεση είναι δικαιολογημένη η μη αναφορά των οχυρωματικών εργασιών από το Θουκυδίδη, αφού η Ιστορία του φθάνει μέχρι το 411 π.Χ.    

Στα Γεωγραφικά του Στράβωνα αναφέρεται ότι στην εποχή του πάνω στο νησί υπήρχε φτωχικός οικισμός στη θέση των παλιών οχυρώσεων. Γενικά πάντως το νησί ήταν ακατοίκητο και κατά καιρούς μόνο μερικοί βοσκοί έγιναν εποχικά κάτοικοί του. Αυτό βέβαια συνάγεται και από την ανυδρία του νησιού. Το λιγοστό πόσιμο νερό που υπήρχε στο νησί, το προμήθευε από τα όμβρια η δεξαμενή του αρχαίου οχυρού.

Βόρεια της Βουρλιάς και μετά την Παναγούλα, ανατολικά στο “λαιμό” υπάρχει ο όρμος Γραμμένο ή Γράμματα. Εδώ βρίσκουμε αρκετές επιγραφές “ευπλοίας” κυρίως της ρωμαϊκής αλλά και της βυζαντινής εποχής. Κινδυνεύοντα πλοία και ναυτικοί κατέφευγαν σ’ αυτόν το μικρό όρμο της Πρώτης για να σωθούν και ευχαριστώντας τους θεούς ή το Θεό, χάραζαν τα ονόματα των πλοίων και των καπετάνιων τους στους ψηλούς, κάθετους και λείους βράχους που μοιάζουν με τοίχους του μικρού όρμου, ζητώντας “εύπλοια” για το υπόλοιπο ταξίδι τους. Σοβαρό μνημείο της Ιστορίας αυτοί οι βράχοι στο Γραμμένο περιμένουν όπως και όλο το νησί το έμπειρο μάτι και τη γνώση των ειδικών που θα ανακαλύψουν πολύ περισσότερα από το παρελθόν του. Στην Πρώτη υπήρχε και ναός της Ευπλοίας Αρτέμιδος. Στη θέση του ανοικοδομήθηκε ο μικρός ναός της Παναγίας (Παναγούλας).

Στη δυτική ακτή του νησιού, στο “λαιμό”, αντιδιαμετρικά από το Γραμμένο, υπάρχει ένας μικρός όρμος με μήκος 60 μέτρα και πλάτος 6-7 μέτρα με περίεργο και κακόηχο όνομα: “του Σκατούλια τ’ αυλάκι”. Στα χρόνια της πειρατείας και κυρίως από το 15ο μέχρι και το 18ο αιώνα, το νησί ήταν ορμητήριο πολλών πειρατών που κρύβονταν εδώ και λυμαίνονταν τα φορτία των διερχόμενων πλοίων. Τα περάσματα που έστηναν τις ενέδρες τους ήταν το Στενό της Μεθώνης και της Πρώτης. Πολλοί ονομαστοί πειρατές έδρασαν κατά καιρούς εδώ. Οι Τούρκοι Μποστάν-ρεΐς και Κούρτογλου, ο Βάσκος Joan Rois, ο Ρόδιος Νικολός Σαντορίνης, οι Γάλλοι Zuan Fiorin ή Fortin και Zuan Michel, ο Μαλτέζος Μικέλης Πίκουλος ο Γάλλος ή Μαλτέζος Λούκα Ντεσάντε και βέβαια ο θρυλικός Ευστάθιος Ρωμανός ή Μανέτας από την Κεφαλονιά. Αυτός σαν ιδιώτης, με δικά του έξοδα, ακολούθησε την Αρμάδα του Morosini στην κάθοδό της για την ανακατάληψη του Μοριά, από το 1684 μέχρι το 1687 και τέθηκε υπό τις διαταγές του σαν καπετάνιος των καταδρομικών. Αργότερα, το 1710 και για 25 περίπου χρόνια, μαζί με το γιο του Φρειδερίκο κυριαρχούν στα Στενά της Σαπιέντζας και της Πρώτης καταληστεύοντας πάμπολλα πλοία.

Απ’ όλους αυτούς τους πειρατές, χριστιανούς και μουσουλμάνους, ξένους ή ντόπιους αυτός που έμεινε στην τοπική λαϊκή παράδοση ήταν ο θηριώδης πειρατής από το Αργοστόλι της Κεφαλονιάς, Σπύρος Σκατούλιας ή Στεκούλης ή Σκατούλης. Στα δυτικά του “λαιμού” της Πρώτης, ο φοβερός πειρατής είχε βρει ένα δαιμόνιο τρόπο για να κρύβεται πριν και μετά την αρπαγή της λείας του. Ψηλά στο στενό άνοιγμα του μικρού όρμου είχε κατασκευάσει σύστημα με μεγάλα δοκάρια, τροχαλίες και κλαδιά δέντρων που ανέβαζαν σε ύψος περίπου 10 μέτρων και έκρυβαν το καταδιωκόμενο μπρίκι του. Ετσι από αυτή την κρυψώνα, όταν κάποιος ανυποψίαστος καπετάνιος πόντιζε στο Γραμμένο ή στη Βουρλιά για να αποφύγει τον καιρό, ο Σκατούλιας με το μανιάτικο τσούρμο του κατέβαζε το καμουφλαρισμένο πειρατικό και παραπλέοντας το “κεφάλι” ή την “ουρά”, έπεφτε και κούρσευε το ανυποψίαστο πλοίο και το φορτίο του.

Το τέχνασμα του καμουφλαρίσματος φαίνεται ότι ήταν συνηθισμένο και παλιό αφού και ο Γάλλος περιηγητής P. Bellon (1546) στο πέρασμά του από τις ελληνικές θάλασσες γράφει για τους πειρατές: …« Αν βρουν ενάντιο άνεμο, ποδίζουν, τραβούν το σκάφος απόμερα και εκεί το σκεπάζουν με κλαδιά»…

Η εφαρμογή όμως της μηχανικής, με παλάγκο και σχοινιά από τον Σκατούλια, ήταν σαφώς πρωτότυπη και τον έκανε αθάνατο δίνοντας το δυσώνυμο όνομά του, στον μικρό όρμο της Πρώτης.