Το Δεκέμβριο του 1999, στη Σύνοδος Κορυφής των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συνήλθε στο Ελσίνκι της Φινλανδίας, ελήφθη, με τη συναίνεση τη Ελλάδας, μια ιστορική απόφαση: η Τουρκία, μια χώρα με την πλειοψηφία της έκτασης και του πληθυσμού της στην Ασία, αναγνωριζόταν ως «ευρωπαϊκή» και καθίστατο υποψήφια προς ένταξη στην Ένωση.
Σύμφωνα δε με τα συμπεράσματα της Συνόδου, Ελλάδα και Τουρκία υποχρεούνταν να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την επίλυση «κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς και άλλων συναφών θεμάτων.» Σε διαφορετική περίπτωση, θα πρέπει να φέρουν τις «διαφορές» τους προς επίλυση ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, το οποίο ατύπως ορίστηκε σε πέντε χρόνια.
Επρόκειτο σίγουρα για μια αμφιλεγόμενη απόφαση, που πανηγυρίστηκε από την τότε ελληνική κυβέρνηση ως νίκη της ελληνικής διπλωματίας, διότι επέτρεψε να προχωρήσει ακώλυτα η διαδικασία ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ένωση χωρίς προηγούμενη επίλυση του πολιτικού προβλήματος και άνοιγε το δρόμο για σταθερά θετικές σχέσεις με την Τουρκία, κάτι που επιθυμούσαν σφόδρα τόσο οι Ευρωπαίοι όσο και οι Αμερικανοί εταίροι μας.
Όμως, το τίμημα της λεγόμενης «στρατηγικής του Ελσίνκι» ήταν δίχως άλλο βαρύ, διότι η Ελλάδα ήρε τις επιφυλάξεις της ως προς την ενταξιακή πορεία της γείτονος χωρίς επαρκείς εξασφαλίσεις, χωρίς καν την απόσυρση του τουρκικού casus belli σε περίπτωση επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο. Ταυτόχρονα, η χώρα μας αποδέχθηκε επισήμως για πρώτη φορά ότι, πέραν της παγίως αναγνωρισμένης ελληνοτουρκικής διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, υπήρχαν στο τραπέζι και θα υποβάλλονταν μελλοντικά στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης προς επίλυση και άλλα «συναφή θέματα» (η απαράδεκτη αυτή αναφορά απαλείφθηκε, ευτυχώς, με μεταγενέστερη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το Δεκέμβριο του 2004.) Και αυτό ενώ είχαν μεσολαβήσει η ταπεινωτική για την Ελλάδα κρίση στα Ίμια το 1996 και η «παράδοση» του Κούρδου ηγέτη Αμπντουλάχ Οτζαλάν στις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες λίγους μήνες νωρίτερα.
Η διάψευση του ευρωπαϊκού δρόμου της Τουρκίας
Έκτοτε, πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ο «κεντροαριστερός» εισβολέας της Κύπρου Ετσεβίτ αντικαταστάθηκε από τον «μετριοπαθή ισλαμιστή και μεταρρυθμιστή» Ερντογάν, η Κύπρος κατέστη μέλος της Ένωσης, έχοντας απορρίψει (ευτυχώς, όπως αποδείχθηκε) το φιλοτουρκικό σχέδιο Ανάν, οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας ξεκίνησαν, επιβραδύνθηκαν και τελικά ανεστάλησαν, ενώ ο Ερντογάν άρχισε να δείχνει σταδιακά το πραγματικό του πρόσωπο, επιβάλλοντας μια κεκαλυμμένη δικτατορία στο εσωτερικό και θέτοντας σε πλήρη ανάπτυξη τις νεοοθωμανικές του φαντασιώσεις στη Μέση Ανατολή, στα Βαλκάνια και βέβαια στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η πραγματικότητα είναι όμως μία: η συμπεριφορά της Τουρκίας επί της ουσίας δεν άλλαξε ποτέ. Αντίθετα, αυτή επαύξησε βαθμιαία και προβάλλει πλέον απροκάλυπτα ως «ανατολίτης Σουλτάνος» τις διεκδικήσεις της εις βάρος Ελλάδας και Κύπρου, διαψεύδοντας οικτρά όσους πίστευαν αφελώς στον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό.
Τρανή απόδειξη των ανωτέρω συνιστούν οι επιστολές του Τούρκου Μονίμου Αντιπροσώπου στον ΟΗΕ μόλις τον περασμένο μήνα, όπου επαναλαμβάνονται οι πάγιες, προκλητικές τουρκικές θέσεις για πακέτο θεμάτων προς επίλυση στο οποίο περιλαμβάνονται ρητά, πέραν της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας μας, και το εύρος των χωρικών υδάτων και του εθνικού εναέριου χώρου μας, η κυριαρχία νησιών και νησίδων του Αιγαίου, η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου καθώς και το θέμα των περιοχών εξυπηρέτησης (FIR, SAR και NAVTEX).
Το «σύνδρομο» του Ελσίνκι και η ελληνική εξωτερική πολιτική
Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδος πρέπει λοιπόν σήμερα να απαγκιστρωθεί οριστικά από τη λεγόμενη «Στρατηγική του Ελσίνκι» καθώς και από την όποια συζήτηση για παραπομπή ελληνοτουρκικών διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, τη δικαιοδοσία του οποίου, εξάλλου, δεν έχει αποδεχθεί η Τουρκία ενώ ούτε έχει υπογράψει ούτε και προτίθεται να υπογράψει τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, ως αυτονόητη νομική βάση επίλυσης των σχετικών διαφορών.
Αντίθετα, σε συνέχεια των επιμέρους θετικών πρωτοβουλιών που έχουν ληφθεί από το 2020, η Ελλάδα πρέπει να ακολουθήσει μια πιο ενεργητική και έξυπνη εξωτερική πολιτική, ενισχύοντας βέβαια τις πολυμερείς και διμερείς της συμμαχίες και τον εξοπλισμό των ενόπλων μας δυνάμεων, αλλά και υιοθετώντας, ταυτόχρονα μια συνεκτική στρατηγική διεκδικήσεων των εθνικών μας συμφερόντων προς την Τουρκία (προστασία της ελληνικής μειονότητας σε Κωνσταντινούπολη, Ίμβρο και Τένεδο και Οικουμενικού Πατριαρχείου, άρση του casus belli, επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ πλην του ανατολικού Αιγαίου, Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα Ελλάδας-Κύπρου, προστασία των θρησκευτικών και αρχαιολογικών μνημείων στο τουρκικό έδαφος, ενίσχυση της ενεργειακής μας αυτονομίας κλπ.) υποστηριζόμενη από ένα πιο ισχυρό Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, ένα πιο οργανωμένο εθνικό think tank για την εξωτερική πολιτική και την άμυνα και μια πιο αποτελεσματική Υπηρεσία Πληροφοριών.
Διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821, η χώρα μας οφείλει πλέον να μετεξελιχθεί σε έξυπνο παίκτη των διεθνών σχέσεων για να επιβιώσει και να κερδίσει, χωρίς προσκόλληση σε αποτυχημένα δόγματα και σύνδρομα. Κυρίως όμως οφείλει να επαυξήσει την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική ισχύ της, αλλά και την παιδεία των Ελλήνων. Ας είναι λοιπόν αυτό το τελευταίο και κρισιμότερο μάθημα που θα μας «διδάξει» το παράξενο αλλά και επετειακό έτος που αποχαιρετούμε σε λίγες μέρες.
*Ο Νίκος Θεοδώρου είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και Διδάκτωρ Δημοσίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ludwig-Maximilians του Μονάχου.
Ιστοσελίδα: www.ntheodorou.gr